γεμελλωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμελλωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεμελλωτὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. δεμελ-λωτὸς Τῆλ. γιμελλdωτὸς Ρόδ. διμελ-λωτὸς Σύμ. διμελ-λdωτὸς Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γέμελλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ωτός.

Σημασιολογία

1)Δίδυμος, δίλοβος, ἐπὶ καρπῶν Σύμ. Τῆλ.: Ἀμύγδαλο διμελ-λωτὸ Σύμ. Συνών. γέμελλος 1. 2) Διχαλωτὸς Ρόδ.: Γιμελ-λdωτὸς κλῶνος. Συνών. ἀδερφωτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/