γεμενὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμενὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεμενὶ τό, γεμενὶν Πόντ. (Κερασ. Λιβερ. Ματζούκ. Χαλδ.) γεμεὶν Κύπρ. γεμενὶ πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φλογ. κ.ἀ.) γεμεὶ Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γεμε-ὶ Νίσυρ. ζεμενὶ Μέγαρ. ’εμενὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κωμιακ.) Χίος (Καστρ.) γεμινὶ Εὔβ. (Κύμ.) Ἰκαρ. Λευκ. γεμ’νὶ Χίος (Ἐγρηγόρ.) γιμενὶ Ἀθῆν. (παλαιοτ.) Ἄνδρ. (Κόρθ.) Σύμ. Τῆν. (Πύργ.) γιμεὶ Θάσ. (Θεολόγ.) γιμινὶ Α.Ρουμελ. Φιλιππούπ.) Βάρν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καβακλ. Κόσμ.) Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ.) Προπ. (Μηχαν.) Σάμ. Τῆν. (Πύργ. Ἰστέρν.) γιμιί Κάρπ. γιμ’νὶ Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.)-Γ.Μπακάλ., Καναγκ. Καστορ., 33 ’μινὶ Μακεδ. (Βογατσ.) γιˬαμενὶ-Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. γιˬαμανὶ Καππ. (Μισθ.)

Ετυμολογία

Τὸ Τουρκ. yemeni. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κυρίως τῶν γυναικῶν, ἐκ πολυχρώμου μεταξωτοῦ ἢ ἄλλου πολυτελοῦς ὑφάσματος, κατ’ ἀρχὰς τῆς Ὑεμένης, εἶτα ἐκ πολυχρώμου ἢ μονοχρώμου λεπτοῦ ὑφάσματος ἐγχωρίου κατασκευῆς Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Ἤπ. Θάσ. (Θεολόγ.) Θρᾴκ. (Πύργ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φλογ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Κάμπος Λακων. Κίτ. Κορών. Λεῦκτρ. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. Οἴτυλ. Πιάν. Πλάτσ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζικ. Μαρμαρ. Μηχαν.) Χίος-Ε.Μπόγκ., Τουρκ. λέξ., 19 Σ.Δάφνης, Ν.Ἑστ. 18 (1935), 665-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 329 Πρω. Δημητρ.: Νὰ μὲ στείλῃς ἕνα γεμενί, γιˬατὶ ἐτοῦτο ποὺ φοροῦ ἔναι ξεβαμμένο Κίτ. Μάν. Ὅλες οἱ γυναῖκες ’ς τὸ κλάμα φοροῦσι μαῦρα γεμενία αὐτόθ. Δῶσ’ τοὺ γιμεί μ’, νὰ κουκ’λουθῶ Θεολόγ. Γεμενιˬὰ καρφωτὰ εἶχαν οἱ--ἄντροι (καρφωτὰ=δεμένα εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς κεφαλῆς) Πύργ. Σέρικαμ’ ’να γιˬαμανὶ ’ς τὸ τουφάλ’ τ’ (έρικαμ’=ἐρρίπταμεν) Μισθ. Ἄλλες σφουγγίζανε τὰ μάτιˬα τους μὲ τὴν ἄκριˬα τοῦ γεμενιˬοῦ Σ.Δάφνης, ἔνθ’ ἀν. ‖ Φρ. Δὲν ἔχει γεμενὶ νὰ βάλῃ ’ς τὸ κεφάλι της (ἐπὶ λίαν πτωχῆς γυναικὸς) Κίτ. Μάν. Μαῦρο γεμενὶ μὲ λένε, | σὰ μὲ χάσῃς, γύρευέ με (ἐπὶ τῶν ὀφειλόντων νὰ μὴ περιφρονοῦν καὶ τὰ ἄξια περιφρονήσεως) Ἀθῆν. ‖ ᾌσμ. Χαμήλωσε τὸ γεμενί, ποὺ σοῦ ’χω χαρισμένο καὶ σκέπασε τὸ μάγουλο ποὺ σοῦ ’χω φιλημένο Κρήτ. Πιˬᾶσ’ τὸ σεβντᾶ τσαὶ δέσ’ τονε μὲ ζεμενὶ μαντήλι, γιˬατ’ εἶναι πρᾶμ’ ἀερικό, μὴ σηκωθῇ τσαὶ φύγῃ Μέγαρ. Ὅσες τσεντιˬὲς τσαὶ βελονιˬὲς ἔχει τὸ γεμενί σου, τόσα βενέτικα φλουριˬὰ ἀξίζει τὸ κορμί σου Χίος-Λεξ. Δημητρ. Συνών. γιˬασμάκι, γιˬασμᾶς, κεφαλογύρι, κεφαλομάντηλο, μαντήλι, μπαρέζι, μπαρέζα, μπόλιˬα, πέτσα, σαρίκι, τσεμπέρα, τσεμπέρι, φακιˬόλι. β) Ἔνδυμα γυναικεῖον ἐν εἴδει χειριδωτοῦ γιλέκου ἐκ πολυτελοῦς ὑφάσματος Πελοπν. (Βερεστ.): Μοῦ ’φκε͜ιασ’ ἕνα dέλο γεμενιˬὰ καὶ τώρα τὰ φυλάει ’ς τὴ gασσέλα (ἕνα dέλο=πολλά). Φόρεσ’τὸ γεμενί σου καὶ ἄιdε. γ) Ἐφάπλωμα, τοῦ ὁποίου τὰ καλύμματα ἦσαν ἐξ ἐγχωρίου πολυτελοῦς ὑφάσματος Ἄνδρ. 2) Εἶδος χαμηλῶν ἐλαφρῶν ἀνδρικῶν ἢ γυναικείων ὑποδημάτων, κατασκευαζομένων ἐκ μαλακοῦ δέρματος, προερχομένου κατ’ ἀρχὰς ἐξ Ὑεμένης, εἶτα δὲ ἐξ ἐγχωρίου δέρματος διαφόρου ποιότητος πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. κ.ἀ.) Πόντ. (Λιβερ. Ματζούκ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Βάλ’ τὰ γιμινιˬά σ’ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Τὰ παπούτσιˬα τὰ λέγανε ’εμενιˬὰ κιˬ ἄα πάλι ποστάλιˬα (ποστάλιˬα=παλαιά ὑποδήματα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ γεμενιˬὰ φοροῦν dα μόνον dὶς σκόλες Κῶς. Φοροῦν ’ς τὰ πόδιˬα γεμενιˬὰ (ἁπλᾶ παπούτσιˬα χωρὶς κάλτσες) Κάρπ. Γεμενία μαῦρα Ματζούκ. Τρύπ’σανε τὰ γεμενιˬά τ’ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Τὴν εἶδα μὲ τόσο λοῦσο καὶ φοροῦσε γεμενιˬὰ παπούτσιˬα· δὲν εἶχε ν’ ἀγοράσῃ καλύτερα Ἰων. (Σμύρν.) «Οἱ πόδες του κατήρχοντο ξηροὶ ὡς δύο κλῶνοι ἐλαίας μὲ τὰς λευκὰς μαλλίνους περικνημῖδας καὶ τὰ ὑποδήματα τὰ γεμενιὰ ἐξ ἁπλοῦ ἐγχωρίου δέρματος, τὰ λεγόμενα ἄλλως τομαρήσια» Α.Μωραϊτίδ., Διηγ. 3, 73 || ᾌσμ. Φορεῖς παπούτσιˬα ’εμενιˬά, δυὸ dράμιˬα δὲ βαροῦνε, ’ιˬὰ ’κεῖνο καὶ τὴ νιˬότη σου πολλοὶ τὴ αχταροῦνε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παίρνει βοριˬάς, δέ χ-χαίρομαι, νοτιˬά, δὲν gαμαρών-νω· τῆς Λαμbρινῆς τὰ γεμεν-νιˬὰ κάθομαι καὶ πετσών-νω Νίσυρ. Φορεῖ ὀρτάρ σύμψιλα, ποστάλ γεμενία (ὀρτάρ=κάλτσες, σύμψιλα=πολὺ λεπτά, ποστάλ=παλαιὰ ὑποδήματα) Πόντ. Συνών. γεμενιˬὰ 1, πέδιλο, σκαρπίνι, τουλούμπα, τσαρούχι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/