ἀργομοίρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργομοίρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργομοίρης ἐπίθ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,434 ἀργε͜ιομοίρης Κρήτ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ἀργε͜ιόμοιρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ἀργομοῖρα Αἴγιν. Πάρ. Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν. Λάστ. Μάν.) κ.ἀ. ἀργουμοῖρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀργε͜ιομοῖρα Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τοῦ οὐσ. μοῖρα. Ὁ τύπ. ἀργε͜ιομοίρης καὶ οἱ ὅμοιοι κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀργε͜ιῶ περὶ οὗ ἰδ. ἀργῶ.

Σημασιολογία

Ὁ νυμφευόμενος ἀργὰ εἰς ἡλικίαν προχωρημένην (ἤτοι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ μοῖρα βραδύνει νὰ ἐμφανισθῇ) ἔνθ’ ἀν.: Ἀργε͜ιομοίρης ἤτονε κ᾽ εὐτός, μὰ πέτυχε Ἀπύρανθ. Ἀργε͜ιομοῖρα ᾽τονε, μὰ δὲν ἤχασε, ἕνα gωπέλλι ’ν’ εὐτὸ ποῦ θὰ πάρῃ αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀργομοῖρα καλομοῖρα (ἡ βραδύνουσα νὰ νυμφευθῇ ἐπιτυγχάνει συνήθως καλὸν σύζυγον) Αἴγιν. Δημητσάν. Μάν. Πάρ. κ.ἀ. ’Αργουμοῖρα καλουμοῖρα Αἰτωλ. ᾿Αργε͜ιομοῖρα καλομοῖρα ᾿Απύρανθ. Τοῦ ἀργομοίρη τὰ παιδιˬὰ τοῦ μαχαλᾶ κωπέλλιˬα (ὁ νυμφευθεὶς εἰς προχωρημένην ἡλικίαν δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ μεριμνήσῃ περὶ τῶν τέκνων του, διότι ὁ θάνατος θὰ ἐπέλθῃ πρὸ τῆς ἐνηλικιώσεως αὐτῶν, οὕτω δὲ ταῦτα ἐστερημένα τῆς πατρικῆς προστασίας θὰ ἀναγκασθοῦν νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς γείτονας ἢ θὰ διημερεύουν ἀνεπιτήρητα εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς συνοικίας) ΝΠολίτ ἔνθ’ ἀν. Ἄλλες γουργομοῖρες | κιˬ ἄλλες ἀργομοῖρες (ἄλλαι ὑπανδρεύονται μικραὶ καὶ ἄλλαι μεγάλαι, ἤτοι ὅλαι αἱ νεάνιδες ἄλλαι μὲν ταχύτερον, ἄλλαι δὲ βραδύτερον θὰ ἀποκατασταθοῦν. Λέγεται συνήθως πρὸς παρηγορίαν τῶν ἀγάμων ἐνηλίκων νεανίδων, ὁσάκις νεώτεραι αὐτῶν ὑπανδρεύονται) Γορτυν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/