ἀνάλλωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάλλωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάλλωμα τό, ᾿Αντικύθ. Δ.Κρἠτ. ἀνέλλωμα ’Αντικύθ. Α.Κρήτ. ᾿νέλλωμα Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλλώνω.
Σημασιολογία
1) Πολιτικὴ ἀνωμαλία, ταραχὴ ἔνθ᾽ ἀν.: ’Εκουστήκανε τ᾽ ἀνελλώματα καὶ σηκώθηκε ἡ ἐπανάστασι Α.Κρήτ. Συνων. ἀναλλωμή, ἀναλλωμός, ἀνάλλωσι. β)’Επανάστασις ἔνθ’ ἀν. : Τ᾽ ἀναλλώματα τοῦ 1821 Δ.Κρήτ. Θά ’χωμε γρήγορα ἀνελώματα Α.Κρήτ. Συνών. ἀναλλωμή, ἀναλλωμός. 2) Δαιμονικὴ ἐπήρεια Α.Κρήτ.: ᾿Ανέλλωμα τοῦ ’ρθε τοῦ κακορρίζικου. ᾿Ανέλλωμα νὰ σοῦ ’ρθῃ-νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀραὶ). Ἀνελλωμένε! (δαιμονόπληκτε!) 3) Μαγικὴ ἐπήρεια, μαγικὸν τέχνασμα Α.Κρήτ.: ᾿Ανελλώματά ’χουνε ᾽κεινουγὲ τ᾽ ἀdροΰνου καωμένα καὶ δὲ μονο͜ιάζουνε (’κεινουγὲ=ἐκείνου). Συνών. μάγιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA