ἀφτὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφτὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφτὶ τό, ὠτὶν Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ὠτὶ Καππ. (Σίλατ. κ.ἀ.) ὡντὶ Καππ. (Φλογ.) ἀφτίν Μεγίστ. ἀφτὶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀφκὶ Καππ. Λέσβ. ἀτὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀρτὶ Καλαβρ. ἀστὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ’φτὶν Κύπρ. Μεγίστ. κ.ἀ. 'φτὶ Α.Ρουμελ (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Κάσ. Κῶς Μακεδ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ’φτζὶ Καππ. (Ἀραβάν.) ’τὶν Πόντ. (Οἰν.) ’τὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν.) φιτὶ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Πελοπν κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ὠτίον. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 322. Κατὰ Κορ. Ἡλιοδ Αἰθιοπ. 2, 345 ἐκ τοῦ παρ’ Ἡσυχ. αὖς γενικ. αὐτός, ὅθεν αὐτίον, ὥσπερ παρὰ τὸ οὖς τὸ ὠτίον. Ἡ λ. καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Ι) Τὸ οὖς ὡς μέλος τοῦ σώματος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβὰν. Σινασσ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Τοῦ τραύιξα τ’ ἀφτί ἢ τοῦ ’βγαλα τ’ ἀφτὶ (τὸν ἐτιμώρησα, ἐπὶ παιδίου ἀτακτοῦντος). Κοκκίνισαν τ᾿ ἀφτιˬά του (ἐστενοχωρήθη ἀπὸ αἰσχύνην ἢ ἐντροπήν). Μπῆκαν ψύλλοι ’ς τ᾿ ἀφτιˬά του (ἤρχισε νὰ ὑποψιάζεται). Γελοῦν καὶ τ’ ἀφτιˬά του (ἐπὶ τοῦ αἰσθανομένου ὑπερβολικὴν χαράν). Ἔρριξε ἢ κατέβασε τ᾽ ἀφτιˬά (ἐπὶ τοῦ ταπεινωθέντος ἢ καταισχυνθέντος). Τ’ ἀφτί του δὲν ἱδρώνει (ἐπὶ τοῦ ἀδιαφόρου, ἀσυγκινήτου καὶ ἀπτοήτου). Ἔφεξαν τ’ ἀφτιˬά του (ἐπὶ τοῦ καταβεβλημένου ἀπὸ ἀσθένειαν). Δὲν ἀδε͜ιάζω νὰ ξύσω τ᾿ ἀφτί μου (ἐπὶ μεγάλης ἀπασχολήσεως. Πβ. Μεταγν. Λουκιαν. Δὶς κατηγορ. 1 «οὐδ᾽ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχολὴν ἄγων»). Χρεώθηκε ὥς τ’ ἀφτιˬὰ (καθ᾿ υπερβολήν, ἐκ μεταφορᾶς τοῦ βυθιζομένου που μέχρι τῶν ὤτων). Ἀπὰ τ᾽ ἀφτὶ καὶ ᾿ς τὸ δάσκαλο (ἐπὶ βιαίας προσαγωγῆς ἢ ἀμέσου κολασμοῦ ἢ ἀμέσου ἐνεργείας) κοιν. Τοῦ ’δωσε ’ς τ᾿ ἀφτιˬὰ (τὸν ἐρράπισε). Ὅταν δῶ τ᾽ ἀφτί μου (ποτὲ) σύνηθ. Τοῦ κοκκίνισα τ᾿ ἀφτιˬὰ (τὸν ἐστενοχώρησα πολὺ) Πελοπν. (Φεν.) Πλακώνω τ’ ἀφτί μου (κοιμῶμαι) Πελοπν. (Πάτρ. Τρίπ.) Κρέμασε τ᾿ ἀφτιˬά του (ἔχασε τὸν ἐνθουσιασμόν του) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Ἔρριξε τ᾿ ἀφτιˬά του ᾿ς τὸ νῶμο (ἐταπεινώθη. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. ἀρχ. Πλάτ. Πολ 613 C «καταγέλαστοι γίνονται τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες») Κρήτ. Δίνω τ᾿ ἀφτί μου συχαρίκιˬα (ἐπὶ ἀναγγελίᾳ γεγονότος ἀναξίου λόγου) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Δὲν πυρώνει ἢ δὲν τρίζει τ’ ἀφτί του (ἀδιαφορεῖ τελείως διὰ τὰ συμβαίνοντα) Πελοπν. (Γορτυν.) Τοὺ κρέμασι ᾽ς τ᾽ ἀφτι’ τ᾽ (τὸ ἐνθυμεῖται, ἐκ μεταφ. τῶν σκουλαρικιῶν) Λέσβ. ᾿Εν ἔμεινε ’φτὶν (πάντες ἀπωλέσθησαν) Κύπρ. Ἔδωσέν μου 'ποὺ τὴν καμήλαν 'φτὶν (ἐπὶ εὐτελεστάτου δώρου) αὐτόθ. Θὰ πιˬάσῃ τ᾿ ἀφτιά του μὲ τὰ δυˬό του χέριˬα (θὰ ζημιωθῇ) Πελοπν. (Τρίπ.) Βαροῦν οἱ φτέρνες του ᾿ς τ᾽ ἀφτιˬά του (τρέχει δρομαίως) Πελοπν. (Πυλ.) Ἕφαγα ἢ χόρτασα ὥς τ’ ἀφτιˬὰ (ἔφαγα πολὺ) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κάνω τ’ ἀφτὶ (κολυμβῶ κλίνων τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς) Μύκ. Κρασὶ ἑνοῦ ἀφτιˬοῦ (οἶνος ξινὸς ὅστις πινόμενος προκαλεῖ μορφασμὸν μετὰ τῆς κινήσεως τῆς κεφαλῆς πρὸς τὴν ἑτέραν πλευρὰν) Κύθηρ. Κρασὶ δυˬὸ ἀφτιˬῶ (οἶνος πολὺ ξινὸς) αὐτοθ. β) Τὸ οὖς ὡς ὄργανον τῆς ἀκοῆς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Τὸ πῆρε τ᾿ ἀφτί μου (τὸ ἤκουσα). Τ᾿ ἄκουσα μὲ τ᾿ ἀφτιˬά μου ἢ τὰ ἴδιˬα τ᾿ ἀφτιˬά μου (ἐγὼ ὁ ἴδιος). Κἄτι πῆρε τ᾽ ἀφτί μου ἢ πῆραν τ᾿ ἀφτιˬά μου (ἐπὶ τυχαίου ἀκούσματος). Βουΐζουν τ᾿ ἀφτιˬά μου (ἐπὶ μελλούσης ἀπροσδοκήτου εἰδήσεως). Τοῦ τὸ σφύριξαν 'ς τ᾿ ἀφτὶ (ἐπὶ ἀνακοινώσεως κρυφίως μυστικοῦ τινος). Μοῦ ’φαγε τ’ ἀφτιˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐπιμόνως ζητοῦντός τι). Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. Πλάτ. Γοργ. 485 Β «ἀνιᾷ μου τὰ ὦτα.). Μοῦ πῆραν τ’ ἀφτιˬὰ μὲ τοὶς φωνές τους (ἐπὶ τῶν ὀχληρῶς φωνασκούντων). Τοῦ τὸ λέγω ᾿ς τ’ ἀφτὶ (μυστικά. Πβ. ἀρχ. Εὐριπ. Ἴων 1521 «εἰς οὖς τοὺς λόγους εἰπεῖν θέλω»). Ἀπ’ τὸ στόμα σου καὶ ᾽ς τοῦ θεοῦ τ’ ἀφτὶ! (εὐχὴ πρὸς πραγματοποίησιν τοῦ συζητουμένου). Ἔχουν καὶ οἱ τοῖχοι ἀφτιˬὰ (προτροπὴ ὅπως μὴ λέγωνται μεγαλοφώνως πράγματα μυστικά). Ἀπὸ τὸ ἕν’ ἀφτὶ μπαίνουν κιˬ ἀπὸ τὸ ἄλλο βγαίνουν (ἐπὶ τοῦ τελείως ἀδιαφοροῦντος διὰ τὰ λεγόμενα τῶν ἄλλων καὶ μὴ συγκρατοῦντος αὐτὰ εἰς τὴν μνήμην του). Ἔχει γιˬερὸ ἀφτὶ (ἀκούει καλά). Εἶναι ὅλο ἢ ὅλος ἀφτιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Ἔχει ἀφτὶ ἢ ἔχει καλὸ ἀφτὶ (ἐπὶ ὀξείας μουσικῆς ἀντιλήψεως). Ἔχω τ’ ἀφτιˬά μου (προσέχω. Πβ. μεταγν. Πλουτάρχ. Ἠθ. 1113 C «ταῦτα τὰ ἔπη μέγα βοῶντός ἐστι τοῖς ὦτα ἔχουσιν.). Κάνω τ᾿ ᾶφτιˬά μου τέσσερα (προσέχω πολύ). Ἀνοίγω - τεντώνω τ᾿ ἀφτιˬά μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Βουλλώνω - κλείνω τ’ ἀφτιˬά μου (ἀποφεύγω νὰ ἀκούσω. Πβ. μεταγν. Πλουτάρχ. Ἠθ. 143 F «δεῖ μάλιστα τὴν νοῦν ἔχουσαν ἀποκλείειν τὰ ὦτα καὶ φυλάττεσθαι τὸν ψιθυρισμόν»). Βάζω ἀφτὶ ἢ τ' ἀφτὶ (ὢτακουστῶ. Πβ. ἀρχ. Πλάτ. Πολ. 531 Α «παραβάλλω τὰ ὦτα») κοιν. Νὰ σοῦ τὸ εἰπῇ ὁ παππᾶς ’ς τ’ ἀφτὶ κιˬ ὁ διάκως ᾽ς τὸ κεφάλι! (νὰ πεθάνῃς! ἀρὰ) σύνηθ. Στήνω ἀφτὶ (προσέχω. Πβ. ἀρχ. Σοφοκλ. Ἠλέκτρ. 25 «ὥσπερ γὰρ ἵππος εὐγενής ... ὀρθὸν οὖς ἵστησι») πολλαχ Βάλ-λω ’φτὶν (ὑπακούω) Κύπρ. Ἀπὸ ’φτὶ σὲ ’φτὶ καὶ σὲ κἀνέναν (ἐπὶ τοῦ τηροῦντος δῆθεν μυστικόν τι καὶ ἀνακοινοῦντος αὐτὸ ἐμπιστευτικῶς εἰς πάντα) Σαρεκκλ. Τ᾽ ἀφτὶ τῆς χώρας (ὁ μανθάνων πᾶν ὅ,τι συμβαίνει) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Τ’ γῆς τ’ ἀφτὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἴμβρ. Κάνω κουφὰ ἀφτιˬὰ (προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἐννοῶ τὰ λεγόμενα) Ἄνδρ. Περήφανος ’ς τ’ ἀφτιˬὰ (ἐπὶ βαρηκοοῦντος) αὐτόθ. Κωφὸν τοῦ δβόλου τ᾿ ὤτὶν (εὐχὴ πρὸς τήρησιν τοῦ μυστικοῦ) Οἰν. Κουφὸ τ᾽ ὀχτροῦ τ᾿ ἀφτὶ (νὰ μὴν τὸ ἀκούσῃ ὁ ἐχθρὸς) Θήρ. Δίγω ὠτὶν (προσέχω εἰς τὰ λεγόμενα ὑπὸ τῶν ἄλλων. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. ἀρχ. Σοφοκλ. Ἠλέκτρ. 30 «ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδοὺς») Τραπ. Χαλδ. Τ᾿ ἀφτιˬά μου εἶναι τρύπιˬα (ἀκούω καλὰ) Βιθυν. Δὲν ἔχει τρῦπα τ’ ἀφτὶ του (δὲν μεταπείθεται, ἐπιμένει εἰς τὴν γνώμην του. Πβ. ἀρχ. Πλουταρχ. Ἠθ. 631 D «τετρύπημένον ἔχει τὸ οὖς») Ἤπ. γ) Πληθ., τὰ βράγχια τῶν ἰχθύων Προπ. (Πάνορμ.) Συνών. σπάραχνα. 2) Λαβὴ δοχείου, σάκκου, δέρματος κττ., ἐν γένει δὲ πᾶσα ἐξέχουσα ἄκρα οἱουδήποτε πράγματος ἔχουσα ὁμοιότητα πρὸς τὸ οὓς καὶ δυναμένη νὰ χρησιμεύῃ ὡς λαβὴ κοιν. β) Συνεκδ. τὸ χεῖλος τοῦ κανατίου, τοῦ ποτηρίου καὶ τῶν λοιπῶν ἀγγείων Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 3) Αἱ τριγωνικαὶ ἐπιφάνειαι αἱ περατοῦσαι τοὺς βραχίονας τῆς ἀγκύρας, ὡς ναυτικὸς ὅρ. σύνηθ. 4) Πληθ., αἱ ἐξοχαὶ τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ εἰς τὰς ὁποίας στηρίζεται ἡ σπάθη ἀγν. τόπ.: Ἀφτιˬὰ τοῦ ἀργαλε͜ιοῦ. 5) Αἱ δύο σαρκώδεις ἀποφύσεις εἰς τὴν κορυφὴν τῆς καρδίας Ἀμοργ.: Ἀφτιˬὰ τῆς καρδιˬᾶς. 6) Μέρος τοῦ ἀρότρου πολλαχ. Συνών. ἀλετράφτι, παράβολο, φτερό. 7) Ἐπὶ διαφόρων παιδιῶν ἀφτιˬὰ λέγονται ἄκρα σχημάτων Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κυνουρ.) κ.ἀ. 8) Πληθ., ἀφτιˬὰ τοῦ γιλέκου - τοῦ πανταλονιˬοῦ κττ., δύο ταινίαι βραχύτεραι ἣ μακρότεραι χρησιμεύουσαι εἴτε πρὸς σύνδεσιν δύο ἄκρων εἴτε πρὸς κανονισμὸν τοῦ πλάτους. 9) Πληθ., εἶδος τετραπλεύρων ἱστίων, μεταξὺ τῶν τριγωνικῶν καὶ τῶν ἡμιολίων, ὡς ναυτικὸς ὅρ. πολλαχ. 10) Εἶδος μύκητος ἐδωδίμου Ἀμοργ. Ἄνδρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) β) Ὑπὸ τὸν τύπ. τῆ κύλλ' τ’ ὠτίν, εἶδος μύκητος Χαλδ. 11) Ὑπὸ τὸν τύπον ἀφτιˬὰ τοῦ φούρνου, δύο μικραὶ ὀπαὶ ἑκατέρωθεν τοῦ φούρνου Εὕβ. (Κονίστρ.) β) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀφτὶ τ᾿ φούρν’, ὀπὴ εἰς τὸ ὀπίσθιον μέρος τοῦ φούρνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ) Ὀπὴ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ πρὸς ἀνθρακοποίησιν σκεπασμένον σωροῦ ξύλων διὰ νὰ εἰσέρχεται δι᾽ αὐτῆς ὁ ἀὴρ Μακεδ. (Χαλκιδ.) 12) Ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ παππᾶ ἢ τῆς παππαδιˬᾶς τ᾿ ἀφτί, τὰ φυτὰ κοτυληδὼν ἡ ὁριζοντία (cotyledon ἢ umbilicus horizontalis) καὶ κοτυληδὼν ἡ κονδυλόρριζος (cotyledon tuberosa) τῆς τάξεως τῶν σαρκοφυλλωδῶν (crassulaceae), ἀμφότερα φαρμακευτικὰ Ζάκ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀγριόρριζο, παππαφτί, τσαμπούνα, χελωνοβότανο. 13) Ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾿ς γάττας τ’ ἀφτί, εἶδος χόρτου ἐδωδίμου Σαμοθρ. 14) Ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ λαγοῦ τ’ ἀφτί, ἶρις ἡ κονδυλόρριζος (iris tuberosa) τῆς τάξεως τῶν ἰριδωδῶν (iriceae) Πελοπν. (Μεσσ.) Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀφτὶ τῆς γῆς Θράκ. κ.ἀ. Φτὶν τῆς γῆς Κύπρ. πρόσωπον μυθικὸν ἔχον τὴν ἱκανότητα ν’ ἀκούῃ τὰ συμβαίνοντα εἰς ὅλην τὴν γῆν. Καὶ ὡς τοπων. Ἀφτὶ Ἤπ. πληθ. Ἀφτιˬὰ Χίος (Βολισσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA