γεμίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεμίδι τό, Κρήτ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Μάν. Καρδαμ. Λεῦκτρ.)-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Μπριγκ. Δημητρ. γιμίδ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) γιˬομίδι Πέλοπν. (Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Μάν. Μαντίν. Οἰν.)-Λεξ. Βλαστ. 283 γιˬομίδ’ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γιˬουμίδ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αὐδήμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) γιˬουμόδ’ Θρᾴκ. (Σουφλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεμίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀβγατίδι.

Σημασιολογία

1) Πᾶν ὅ,τι χρησιμοποιεῖται πρὸς πλήρωσιν κενοῦ χώρου, οἷον βάμβαξ, ἔρια, λίθοι κττ. Εὔβ. (Ἄκρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αὐδήμ. Σηλυβρ.) Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Μάν. Οἰν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.)-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Μπριγκ. Δημητρ.: Αὐτὰ τ’ ἀγουραστὰ παννιˬὰ εἶι καλὰ γιˬὰ γιˬουμίδιˬα Ἄκρ. Ἂ dὰ πιτάξου τὰ γιˬουμίδιˬα, θὰ βάλου πλατανόφ’λλα ’ς τὰ προυσκέφαλα Αὐδήμ. Βρήκαμε πέτρα καλὴ γιˬὰ γεμίδι Λεῦκτρ. Μὰ δὲ τζ’ ἤφηκε γεμίδιˬα, κ’ εἶdά ’θελα βάλει νὰ γεμίσῃ τὸ στρῶμα Κρήτ. Θ’ ἀλλάξω τὰ γιˬομίδια ἀπὸ τὰ προσκέφαλα, Ἀχαΐα. Ρίξαμε τὸ γεμίδι τοῦ καμινιˬοῦ σήμερα (ἐρρίψαμεν καταλλήλους λίθους εἰς τὸν θόλον τῆς καμίνου πρὸς ἀσβεστοποίησιν) αὐτόθ. Τὸ γεμίδι τῆς καμάρας (λίθοι χρησιμοποιούμενοι, ἵνα πληρωθῇ τὸ κενὸν τῆς ἔξω ἐπιφανείας τοῦ θόλου τῶν οἰκιῶν καὶ κατασκευασθῇ οὕτως ὁριζοντία ἐπιφάνεια) Καρδαμ. Λεῦκτρ. || Φρ. Γιˬουμίδιˬα νὰ dὰ βά’, Παναγία μ’! (ἀρά· νὰ χρησιμοποιήσῃ αὐτά διὰ γέμισμα τοῦ προσκεφαλαίου τὸ ὁποῖον τίθεται εἰς τοὺς νεκροὺς) Ἀράχ. Γιˬουμίδιˬα νὰ γέ’ (ὁμοία τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. β) Τὰ πρὸς γέμισιν τοῦ ὅπλου πυρομαχικὰ Πελοπν. (Καρδαμ.): Τὸ γεμίδι τῆς πιστόλας. Συνών. γέμιση 2. γ) Τὰ ἐνυφαινόμενα εἰς τὸν ἱστὸν διάφορα ἔγχρωμα νήματα πρὸς σχηματισμὸν ποικίλων σχεδίων Πελοπν. (Μαντίν.): ᾎσμ. Τὰ παλληκάριˬα τὰ καλὰ παίρνουν καλὲς γυναῖκες, νὰ ξέρουν ρόκα κιˬ ἀργαλε͜ιό, κεdίδιˬα καὶ γιˬομίδιˬα. 2)Διάφορα τραγήματα, οἷον σῦκα, σταφίδες, ἀμύγδαλα, ἅτινα τοποθετοῦνται ἐντὸς τῆς κοιλιακῆς χώρας εἰς τὴν θέσιν τῶν ἐντοσθίων τῶν μαγειρευομένων πτηνῶν ἢ ἀρνίων ἢ ἐριφίων ἢ λαγῶν ἢ χρησιμοποιοῦνται ὡς γέμισμα κατὰ τὴν παρασκευὴν διαφόρων φαγητῶν Θεσσ. (Δομοκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)-Λεξ. Αἰν. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν.: Τὸ γεμίδι τσῆ ὄρνιθας, τῶ dολμαδῶνε Κρήτ. Γιμίδ’ γιˬὰ λουκά’κου Χαλκιδ. Συνών. γέμιση 1. 3) Τὸ ἐπίστρωμα τῆς ἰλύος, τὸ ὁποῖον ἀφίνει εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῶν κτημάτων τὸ ὕδωρ πλημμυρίσαντος παραρρέοντος ποταμοῦ ἢ χειμάρρου Θρᾴκ. (Σουφλ.): Μᾶς ἄφ’σι φέτου οὑ πουταμὸς πουλὺ γιˬουμόδ’. Συνών. γουλισιˬά, χυλή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/