βουλλωτήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουλλωτήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουλλωτήρι τό, Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. Κρήτ. Κῶς Νάξ. Σύμ. κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βουλλωτήριον, ὅπερ ἐκ τοῦ ρ. βουλλώνω.

Σημασιολογία

1) Βουλλωτάρι, ὃ ἰδ., Κέρκ. Κρήτ. Κῶς Σύμ. κ. ἀ. β) Δακτύλιος φέρων σφραγιδόλιθον ἢ γράμματα καὶ χρησιμεύων ὡς σφραγὶς Ἄνδρ. Ζάκ. Κέρκ. Κρήτ. Κῶς Σύμ. κ. ἀ.: ᾎσμ. Εἶντά 'χεις, πρωτομάστορα, κ’ εἶσαι ᾽ποσβολωμένος; -Τοῦ βουλλωτήρι μοῦ ᾿πεσε ’ς τὰ βύθη τῆς καμάρας Κῶς. γ) Ὕλη σφραγιστικὴ ὡς ὁ Ἱσπανικὸς κηρὸς Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουλλοκέρι. 2) Μηχάνημα χρησιμεῦον εἰς τὴν πωμάτισιν φιαλῶν διὰ φελλοῦ Λεξ. Δημητρ. 3) Εἶδος μικροῦ ἀμανίτου (ἡ σημ. διὰ τὸ σχῆμα) Νάξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/