βουλοκόπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλοκόπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουλοκόπος ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουλὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κόπος<κόπτω.
Σημασιολογία
Ὁ κόπτων τὰς βουλάς, ἤτοι ὁ ματαιώνων τὰς σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τῶν ἄλλων : Γνωμ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολύβουλος κιˬ ὁ Θεὸς βουλοκόπος («ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει») Ἤπ. Λακων. Ἄνθρωπος βουλεζάμενος καὶ Θεὸς ὁ βουλοκόπος Ἤπ. Ὁ κόσμος δίβουλος κιˬ ὁ Θεὸς βουλοκόπος ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA