βούλομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούλομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βούλομαι Ἀμοργ. Ἀστυπ. Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Ἤπ. Ἰθάκ. Ἴος Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λεῦκ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πάρ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Ρόδ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. βούλουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) βουλε͜ιοῦμαι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Θρᾴκ. Κορσ. Μακεδ.(Καστορ.) Πόντ. (Κερασ.) κ. ἀ. βουλειο͜ῦμι Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ. Κοζ. Πάγγ. Σισάν.) κ. ἀ. βουλει͜οῦμ’ Θρᾴκ.(Γέν.) β’λε͜ιοῦμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) βουλοῦμαι Νίσυρ. βουλοῦμι Θρᾴκ (Αἶν.) βουλε͜ιέμαι Βιθυν. Εὔβ. (Κουρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀράχ. Βασαρ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Λάστ. Λεντεκ. Τρίκκ. Τριφυλ) Τῆλ. κ. ἀ. βουλε͜ιέμι Σαμοθρ. βουλέμι Μακεδ. (Κοζ. Χαλκιδ.) βουλε͜ιῶμαι Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. Θεσσ. Κέρκ. Μακεδ. (Φλορ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) βουλε͜ιῶμι Ἤπ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) β’λε͜ιῶμι Ἤπ. βούλε͜ιομαι Ἤπ. Πελοπν. (Σουδεν.) βουλίζομαι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Ἀόρ. ἐβούλησα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ. ἀ.) βούλησα Θεσσ. (Χάσ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Λάστ.) βουλήθηκα Κύπρ. Μετοχ. βουλάμενος Πελοπν. (Λακων.) βουλεζάμενος Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βούλομαι. Ὁ ἀόρ. ἐβούλησα κατὰ τὸ θέλησα. Ἡ μετοχ. βουλάμενος κατὰ τὰς ἄλλας εἰς -άμενος μετοχ. περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,16. Τὸ βουλεζάμενος ἐξ ἀμαρτ. τύπου βουλέζομαι.
Σημασιολογία
Ἔχω κατὰ νοῦν, προτίθεμαι, σκοπῶ, ἐπιθυμῶ ἔνθ’ ἀν. : Ἐτσὰ βούλομαι νὰ σὲ δείρω Κρήτ. Εἶντα βούλεσαι νὰ κάμῃς; Κύπρ. Βουλε͜ιοῦμαι νὰ πάω νὰ τὸν διˬῶ Φιλιππούπ. Βουλε͜ιέμαι νὰ παντρευτῶ Αἰγιάλ. Πολλὰ πράματα βούλιτι Σισάν. Βουλε͜ιοῦμι νὰ ξινιτιφτῶ Κοζ. Ἐβουλήθης νὰ μὲ ξεκάμῃς Ἀπύρανθ. Βουλήθηκε νά πά’ νὰ πνιγῇ Κρήτ. Βουλήθηκαμ’ νὰ γειτουνέψουμ’ Γέν. Ἄ βουληθῶ κ᾽ ἔρθω καὶ σὲ πιˬάσω, δὲ θὰ πῶ πῶς σ᾽ ἔκαμε μάννα Ἀπύρανθ. ‖ Παροιμ. Τὸν ἔμαθα νὰ κολυμπᾷ, βούλεται νὰ μὲ πνίξῃ (ἐπὶ ἀγνώμονος θέλοντος νὰ βλάψῃ τὸν εὐεργέτην) Ρόδ. ‖ Γνωμ. Ἁπού βούλεται νὰ κάψῃ θεμωνιˬὲς τ᾽ ἁλώνιˬα ᾽ὲν τά φτάν-νει (ἐπὶ τοῦ μηχανωμένου κατ’ ἄλλου κακόν τι καὶ θνήσκοντος πρὸ τῆς ἐκτελέσεως) Κύπρ. Βουλήθηκε ὁ Ὁβρα͜ιὸς νά καβαλλικέψῃ ἄλογο κ’ ἔτυχε Σαββάτο Θρᾴκ. Ἄνθρωπος ὁ βουλεζάμενος καὶ Θεὸς ὁ βουλοκόπος (διὰ τὴν σημ. ἰδ. βουλοκόπος) Ἤπ. ΙΙ ᾌσμ. Πολλὲς φορὲς ἀπὸ καρδιˬὰ βούλομαι νὰ σ’ ἀφήσω καὶ ἡ ἀγάπη ἡ γκαρδιˬακὴ μὲ φέρει πάλι πίσω Ἤπ. Ἡ ὀμορφιά σου βούλεται στραὸ δεντρὶ νὰ σιˬάσῃ, νερὸν ἀπὸ ψηλὸν βουνὶ κάτω νὰ κατεάσῃ Κάρπ. Βουλε͜ιοῦμαι μιˬά, βουλε͜ιοῦμαι δυˬό, βουλε͜ιοῦμαι τρεῖς καὶ πέντε, βουλε͜ιοῦμαι νὰ ξενιτευτῶ πολὺ μακρεˬὰ ’ς τὰ ξένα Ὀλυμπ. Βουλε͜ιοῦμαι, μάννα, βούλομαι καὶ ξὰν μετανοΐζω Κερασ. Τρεῖς ἀντρε͜ιωμένοι βούλησαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν ᾍδη Λάστ. Τώρα κιˬ ὁ ξένος βούλησι νὰ πάῃ ’ς τὴν καλή του Χάσ. Ἄν βουληθῇς νὰ μ᾿ ἀρνιστῇς, μηλεˬά μου μὲ τὰ μῆλα, νὰ κάβκεσαι σὰν κάβκουνται μεσ᾽ ᾿ς τὸ λαμπρὸν τὰ ξύλα (κάβκεσαι=καίεσαι, λαμπρὸν=φωτιὰ) Κύπρ. Καὶ ἀπροσ. μοῦ γεννᾶται θέλησις, μοῦ ἔρχεται ἐπιθυμία, ὄρεξις : Θὰ κάνω ὅπως μοῦ βουλε͜ιέται Ἰθάκ. Τοῦ βουλε͜ιέται κάθε τόσο καὶ μοῦ γίνεται φόρτωμα αὐτόθ. Ἐτσὰ μοῦ βουλε͜ιέται νὰ τὴ δείρω Κουρ. Τοῦ βουλήθηκε σώνει καὶ καλὰ νὰ γίνῃ παππᾶς Ἦλ. Τοῦ β’λήθη νὰ πάῃ Σκῦρ. Μ’ β’λήθ’κι νὰ τ’ ἀγουράσου τοὺ σπίτ’ Αἰτωλ. Ὅπουτι σ’ βου’θῇ (ὅταν θέλῃς) Εὔβ. (Στρόπον.) Ἅμα τοῦ βου’θῇ ἕνα πρᾶμα, θὰ τὸ κάμ’ Σκῦρ. Τῆς βουλήθη τῆς γρϊᾶς Κουρ. ‖ ᾎσμ. Βουλήθηκε τοῦ ἔρωτα νὰ 'ρθῇ νὰ μὲ πειράξῃ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Τοῦ Χάρου τοῦ βουλήθηκε πύργο νὰ θεμελιˬώσῃ Λευκ. Συνών. ἐπιθυμῶ, θέλω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA