ἄναλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄναλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄναλος επιθ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄναλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ περιέχων τὸ ἀναγκαῖον ἅλας, ὁ μὴ ἁλατισθείς, ἐπὶ τροφῶν ἔνθ’ἀν. : Ἄναλον κρέας-φαγεῖν-ψωμίν κττ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Ἄναλον καὶ ἄβρωτον φαεῖν Κερασ. ǁ Παροιμ. φρ. Ἅμον ἄναλον χαλβάν (ὡσὰν ἀνάλατος χαλβᾶς. Ἐπὶ ἀνθρώπου ὁμιλοῦντος ἢ γελῶντος ἀηδῶς) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ᾿Αριστοτ. Προβλ. 21,5 «ἄναλοι ἄρτοι πλείονα σταθμὸν ἔχουσι τῶν ἡλισμένων». Συνών. ἀναλάτιστος 1, ἀνάλατος Α 1, ἀνάλιστος. Πβ. ἀκράναλος, ἀνάλιν. 2) Μεταφ. ἀηδὴς εἰς τοὺς λόγους καὶ τοὺς τρόπους, ἄχαρις, ἄκομψος ἔνθ’ ἀν.: Ἄναλος ἄνθρωπος-γυναῖκα. Ἄναλα λόγια. Συνών. ἄβρωτος 3, ἄγαbρος 2, ἀνάλατος Α1β, ἄνοστος, γλυκανάλατος, κρύος, σαχλός. Πβ. ἄβραστος Β 3, ἀνοστόπλαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/