ἀφτιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφτιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφτιˬάζω Κρήτ. (Σητ.) Μεσ. ἀφτιˬάζομαι Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σίφν. κ.ἀ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 97 καὶ 177 ΣΠασαγιάνν. Ἀντιλ 15 ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 62. ἀφτιˬάζουμι Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. ἀφτιˬάτζομαι Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφτί.

Σημασιολογία

1) Τείνω τὸ οὖς διὰ ν’ ἀκούσω καλῶς, ἀκούω μετὰ προσοχῆς Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θράκ. (Αἶν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Σητ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σίφν. κ.ἀ. - ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 177 Σπασαγιὰνν. ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀφτιˬάστηκες ν’ ἀκούσῃς τί λένε ἐκεῖ πέρα; Κεφαλλ. Μὴ dὰ λέτε bροστά του, γιˬατὶ ἀφτιˬάζει καὶ τὰ λέει ἀλλοῦ Σητ. Ἀφτιˬάζει ὅ,τι λέμε καὶ πάει καὶ τὰ λέει ’ς τσοὶ γειτονιˬὲς αὐτόθ. Ἀφτιˬάστηκε καὶ δὲν ἄκουσε τίποτε Ἤπ. Κέρκ. Ἀφτιˬάσκι τὰ πατήματα τοῦ δεῖνα Ἤπ. || Ποιήμ. Κ’ ἐκεῖ ποῦ ὁ δύστυχος μοιρολογοῦσε μὲ μιˬᾶς ἀφτιˬάζεται κ’ ἕνα σκυλλὶ μακρὰ τοῦ φάνηκε σὰν κιˬ ἀλυχτοῦσε ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ κόρη ἀκούει τ᾿ ἀπόμακρο κιˬ όλόγλυκο τραγούδι καὶ βγαίνει καὶ ’ς τὸν ἠλιˬακὸ κιˬ ἀφτιˬάζεται μὲ πόθο ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγροικιˬάζομαι, ἀνακροῦμαι 1, ἀφακράζομαι 1, ἀφτουλλιˬάζομαι. 2) Ὀρθώνω τὰ ὦτα, ἐπὶ ἵππου Ἤπ. κ.ἀ. - ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 97 ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Τ᾿ ἄλογο ἀφτιˬάζεται, δὲν ἀνασαίνει, τὰ πόδιˬα ἐστύλωσε, λύκος διˬαβαίνει Αβαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Ἄλογο... ποῦ ἔχει χαρὰ τὸν πόλεμο καὶ σκάφτει, ἀφτιˬάζεται, δὲ στέκει ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 3) Συνταράσσομαι, τρομάζω ἐπὶ τῇ ὑπονοίᾳ προσεγγίσεως κινδύνου Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/