γεμιτζάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμιτζάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεμιτζάκι τό, ἀμάρτ. gιμιτζά’ Προπ. (Κύζ. Μαρμαρ. Μηχαν.) gιμ’τζάι’ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμιτζῆς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Ναυτόπαις ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Τὸ gιμιτζάκι ἀρρώστησι ’ς τοῦ καραβιˬοῦ τὴ bλώρη· δὲν ἔχει μάννα νὰ τὸ κλαίῃ, κύρη νὰ τὸ λυπᾶται Μηχαν. Δὲ gλαίγου τοὺ καράβι, δὲ gλαίγου τὰ παννιˬά, κλαίγου τὰ gιμιτζάκιˬα, τὰ ἔμουρφα πιδιˬὰ Αἶν. Συνών. γεμιτζέλι, γεμιτζοπαίδι, γεμιτζόπουλο, μουτσόπουλο, μοῦτσος, ναυτόπουλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/