γεμιτζόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμιτζόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεμιτζόπουλο τό, gεμ’τζόπ’λο Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ. Μέτρ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) γκιμ’τζόπ’λου Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) gιμ’τζόπ’λου Προπ. (Κύζ. Μηχαν.) κεμιτζόπουλο Μεγίστ. Πόντ. (Ἰνέπ.) γεμιτζόπουλο Πάρ. γεμιτσόπουλο Μ.Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 76 γεμιντζόπουλ-λdο Λέρ. γεμιζ-ζόπουλ-λdο Κάσ. γιμ’τόπουλο Σκῦρ. γιμ’ντζόπ’λου Στερελλ. (Παρνασσ.) γιμ’τσόπ’λου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γιˬομ’τζόπ’λο Θρᾴκ. (Μέτρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμιτζῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο.

Σημασιολογία

Γεμιτζάκι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Καημένα γεμιζ-ζόπουλdα ὡσὰβ-βραχοῦ κ-κιˬ ἀλ-λάζου κ-καὶ πιˬάσουτ-τὸ τιμόνι τ-τω κ-καὶ βαριˬαναστενάζου Κάσ. Νὰ βγοῦν οἱ ναῦτες γιˬὰ νερὸ τσ’ οἱ μοῦτσοι γιˬὰ τὰ ξύλα τσαὶ τὰ μικρὰ γιμ’τόπουλα νὰ ψαροκυνηγᾶνε Σκῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/