βούναρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούναρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βούναρος ὁ, Κύπρ. Παξ. Ρόδ. κ. ἀ.-ΛΜαβίλ, Ἔργα 56 -Λεξ. Βλαστ. 371 Δημητρ. Θηλ. βουνάρα Ρόδ. Σύμ. κ. ἀ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βουνὸ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-αρος.
Σημασιολογία
1) Λόφος ὑψηλὸς Κύπρ. Παξ. Ρόδ. κ. ἀ. -ΛΜαβίλ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. : Ποίημ. Σεισμὸς φωτιˬὰ βογγωμανοῦν καὶ βούναροι σκισμένοι ΛΜαβίλ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βούναρος Κύπρ. Βουνάρα Κῶς 'Ουνάρα Κάρπ. β) Μέγας, ὑψηλὸς βράχος Σύμ. 2) Μέγας σωρὸς Κύπρ. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. βουνάρι 2, *βουναριˬά, βουνάρωμαν 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA