ἀνάλυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάλυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάλυτος ἐπίθ. Ἤπ.-Λεξ. Γαζ. (λ. ἀχώνευτος) Δημητρ. άνά’τους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνέ’τους Μακεδ. (Χαλκιδ)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναλυτὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διαλυθείς, ὁ μὴ ρευστοποιηθεὶς διὰ τῆς θερμότητος Ἤπ.-Λεξ. Γαζ.: Βούτυρο ἀνάλυτο Ἤπ. Συνών ἄλε͜ιωτος 1, ἄλυτος 3, ἀνάλε͜ιωτος, πηχτός, ἀντίθ. ἀναλε͜ιωτός, ἀναλυτός 3,λε͜ιωμένος (ἰδ. λε͜ιώνω). 2) Ὁ μὴ διαλυθεὶς διὰ τῆς σήψεως, ὁ μὴ ἀποσυντεθείς, ἐπὶ. νεκροῦ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Μακεδ. (Χαλκιδ)-Λεξ. Δημητρ.: Βγῆκι ἀνέ’τους ἡ πιθαμένους Χαλκιδ. Νὰ τὸν βροῦν ἀνάλυτο! (ἀρὰ) Ἤπ. Ποῦ ἀνάλυτος νά ’ναι! Λεξ. Δημητρ. ᾿Ανά᾿τους νὰ γέντς! (γένῃς) Ζαγόρ. Συνών. ἀδέξιος (ΙΙ) 1, ἀκατάλυτος 2, ἀκέρα͜ιος 1γ, ἄλε͜ιωτος 1 β, ἄλυτος 4. 3) Ὁ μὴ ἀναλελυμένος, ὁ μή καταστάς μαλακός διά τῆς βράσεως, ἐπί μετάξης λακεδ. (Χαλκιδ.):Τό χου ἀνέ’του τοὺ μετά᾿ . Συνών. ἄψητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/