γέμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γέμος τό, Πάρ. Σχιν. Χίος-Λεξ. Βάιγ. Βλαστ. 364 γέμος ὁ, Κῶς Νίσυρ. Πόντ. (Ἰνέπ.) Τῆλ.-Λεξ. Δημητρ. γέμους Λέσβ. ’έμος Κάρπ. γιˬόμος Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βασαρ. Γαργαλ. Γύθ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Κίτ. Κοπανάκ. Λεῦκτρ. Μάν. Μεσσ. Πραστ. Σαηδόν. Σιδηρόκ.)-Λεξ. Βλαστ. 298 γιˬόμο Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γίμος Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεμίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 20 (1908), 568, ΜΝΕ 2, 63. Πβ. τὸ ἀρχ. οὐσ. γέμος καὶ τὸ παρ’ Ἡσυχ. «γέμος· γέμισμα, πλήρωμα». Διὰ τὸν τύπ. γέμος ὁ, ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 48 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Γέμιση 1, ὃ ἰδ. Κύθηρ. Κῶς Νίσυρ. Πόντ. (Ἰνέπ.) β) Ζύμη ἐξ ἐρεβίνθου διὰ τῆς ὁποίας γεμίζουν τὰς ἐκ σιτίνου ἀλεύρου πίττας Τῆλ. Χίος: Καλὰ τὸμ bέτυες τὸγ-γέμον d’ ἀρνιˬοῦ Κῶς. γ) Τὸ διὰ ποικίλων καρυκευμάτων γεμισθὲν παχὺ ἔντερον τοῦ χοίρου, ὅπερ οἱ χωρικοὶ τρώγουν τὴν Πέμπτην τῆς Τυροφάγου Νίσυρ. Συνών. νικήτας. 2)Γέμισμα 1β, ὃ ἰδ., Κάρπ.-Λεξ. Δημητρ.: Πολὺς ὁ γέμος καὶ παραβύθιζε τὸ καΐκι Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Τοῦ ’έμου του (τῆς αὐτῆς χωρητικότητος· ἡ φρ. τὸ πρῶτον ἐλέχθη ἐπὶ τῆς ἀνταλλαγῆς ἀγγείων διὰ γεννημάτων ἴσης ποσότητος, μὲ τὴν ἀπαιτουμένην διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ πρὸς ἀνταλλαγὴν ἀγγεῖον) Κάρπ. β)Τὸ ἐσωτερικὸν γέμισμα τοῦ σάγματος Ρόδ. 3)Ἡ μεγάλη καρποφορία, ἡ ἱκανοποιητικὴ ἀπόδοσις εἰς καρπὸν διαφόρων δένδρων Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βασαρ. Γαργαλ. Γύθ. Κάμπος Λάκων. Καρδαμ. Κίτ. Κοπαν. Λεῦκτρ. Μάν. Μεσσ. Πραστ. Σαηδόν. Σιδηρόκ.) Τσακων. (Μέλαν.): Οἱ συκιˬὲς, ποὺ παρουσίαζαν πολὺ γιˬόμο, τώρα ἔχουν λιγοστὰ σῦκα Βασαρ. Οἱ--ἐλιˬὲς ἔχουσι μεγάλο γιˬόμο ὀφέτου Κίτ. Δέκα γινάματα κάνει ’ς τὸ γιˬόμο τὸ περιβόλι (γίναμα=ποσότης τριακοσίων ὀκάδων ἐλαιῶν) Κάμπος Λακων. Ἡ ἐλιˬὰ ἔχει ἀφύσικο γιˬόμο αὐτόθ. Εἶναι γιˬόμος ἐφέτος Πραστ. Ἔχει ἕνα γιˬόμο φέτος ἡ σταφίδα-τὸ ἀμπέλι-οἱ--ἐλιˬὲς Μεσσ. Νὰ ρᾶρε γιˬόμο σάτσι οἱ ἀχρᾶε! (νὰ ἰδῇς γέμισμα, καρποφορίαν ἐφέτος οἱ ἀχλαδιˬὲς!) Μέλαν. Συνών. βεντέμα, σοδε͜ιά. 4)Ἡ εὐρωστία Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Τί γιˬόμο ἔχει! (πόσον εὔρωστος εἶναι!) 5)Γέμιση 3, ὃ ἰδ., Λέσβ. Πάρ. Σχιν. Χίος-Λεξ. Βάιγ. Βλαστ. 364: Ὄχι ’ς τὸ γέμος, ἀλλὰ ’ς τὸ λίγος πρέπει νὰ κόφτεται κάθε ξύλο, γιˬὰ νὰ μὴ σαπίζῃ Πάρ. ’Σ τὸ γέμος τοῦ φεγγαριˬοῦ Χίος. Νά ’ναι ’ς τὸ γέμος του τὸ φενgάρι, νά ’ναι καλόφενgα Σχιν. || Φρ. ’Σ τὸ γέμος, ’ς τὸ λίγος (κατὰ τὴν περίοδον τῆς πανσελήνου καὶ τῆς νέας σελήνης, ἐπὶ σπανίων περιπτώσεων) Πάρ. Συνών. φρ. ’Σ τὴ χάση καὶ ’ς τὴ γέμιση, Στὴ χάση καὶ ’ς τὴ φέξη. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/