γεμοφέγγαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμοφέγγαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμοφέγγαρο τό, ἀμάρτ. γιˬομοφέγγαρο Στερελλ. (Δεσφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γέμος καὶ φεγγάρι.
Σημασιολογία
Γεμόφεγγο, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA