γεμόφεγγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμόφεγγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμόφεγγο τό, Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. 364 Δημητρ. γεμόφεgο Σῦρ. ’εμόφεgο Κάρπ. γιˬομόφεγγο Ἀθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ.)-Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. γιομόφεgη ἡ, Ἰθάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γέμος καὶ φέγγος.
Σημασιολογία
Τὸ πλησιφαὲς τῆς σελήνης, ἡ πανσέληνος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εφώταγε σὰν νὰ ἤτανε γιˬομόφεγγο Ὀλυμπ. Ἔπρεπε νὰ εἶναι γιˬομόφεγγο καὶ ζυγὲς μέρες, γιὰ νὰ σηκωθῇ ἡ λεχώνα ποὺ εἶχε γεννήσει ἀγώρι Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εἶναι γιˬομόφεgη ἡ νύχτα δὲ gάνει γιˬὰ φάκλα (φάκλα=πυροφάνι) Ἰθάκ. || Γνωμ. Ἐμόφεgο ξεσπόριζε κιˬ’ ἀπόφεgο κλάδευγε (ἡ σπορὰ νά τελειώνῃ εἰς περίοδον καθ’ ἣν εἶναι πανσέληνος, τὸ δὲ κλάδευμα νὰ γίνεται φθινούσης τῆς σελήνης) Κάρπ. Συνών. γεμοφεγγαριˬά, γεμοφέγγαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA