ἀργοπόρημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοπόρημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργοπόρημα τό, ΚΠαλαμ. Γράμματ. 1,170 ἀργουπόρ’μα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀργοπόρεμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργοπορῶ.

Σημασιολογία

Ἡ βραδύτης περὶ τὰς κινήσεις ἢ τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος ἔνθ᾿ ἀν.: Κάθε ἐμπόδιˬο χτυπάει καὶ πηδάει γιˬὰ νὰ φτάσῃ ᾿ς τὸ σκοπὸ μιˬα ὥρα ἀρχύτερα χωρὶς κἀνένα γῦρο, κἀνέν' ἀργοπόρημα ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄργημα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/