γέμωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέμωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέμωμα τό, ἀμάρτ. γιˬόμωμα Ὀθων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεμώνω.
Σημασιολογία
Γέμισμα 1, ὃ ἰδ.: Δὲ θέλει ἄλλο γιˬόμωμα τὸ καπασούνι (καπασούνι=τὸ σταμνάκι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA