γεμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεμώνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) γεμών-νω Κύπρ. Κῶς Λέρ. Ρόδ. γεμών-νου Καππ. (Σίλ.) γεμ-μών-νω Χίος (Πυργ.) ’εμώνω Καππ. (Φάρασ.) Νάξ. (Βόθρ.) ’εμών-νω Κάλυμν. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. γιμών-νω Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Μεστ.) γιμώνου Ἁλόνν. Θεσσ. (Τρίκερ.) Λῆμν. Μακεδ. (Κολινδρ. Νιγρίτ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Ὑπάτ.) γιμών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ιμών-νω Χάλκ. ’ιμώνου Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) γιˬομώνω Ἐρεικ. Ζάκ. (Κερ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ξηροβούν.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σινασσ. Σίλατ. Φερτ. Φλογ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.)-Λεξ. Μπριγκ. γιˬομών-νω Ἀπουλ. (Στερνατ. Τσολλῖν. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) γιˬουμώνου Ἤπ. (Ἄγναντ. Πύργ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Δομοκ. Καρδίτσ.) Μακεδ. (Βόιον Γκιουβ. Καταφύγ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ὑπάτ. Χρισ.) γεμώζω Ἀμοργ. Εὔβ. (Λίμν.) Ἤπ. (Πάργ.) Ἡράκλ. Θηρ. Θρᾴκ. (Μέτρ.) Ἴος ᾿Ιων. (Βουρλ. Ἔφεσ.) Κρήτ. Πάρ. (Νάουσ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σῦρ. Φοῦρν.-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ. γεμώτζω Σέριφ. γεμώντζω Ἀστυπ. Σίφν. ’εμώζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιμώζω Εὔβ. (Κύμ.) γιμώζ-ζω Μεγίστ. γιμώζου Εὔβ. (Βρύσ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θάσ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ.) Τένεδ. ’μώζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Κρυόβρ.) Σκῦρ. ’ιμώζου Μακεδ. (Κοζ.) γιˬομώζω Α.Ρουμελ. (Καρ.) Βιθυν. (Κατιρλ.) Ἐρεικ. Θρᾴκ. (᾿Επιβάτ.) Ζάκ. (Κερ.) Καππ. (Μισθ.) Κεφαλλ. Λευκ. Μέγαρ. Ὀθων. Πελοπν. (Κορινθ. Πραστ.) Φοῦρν.-Δ.Σολωμ., 253 Σ.Σκίπης, Ἀπέθαντ., 71 ἐν Ἀνθολ. Η.Ἀποστολίδ., 410 Κ.Παρορ., Κόκκιν.τράγ., 82-Λεξ. Πρω. Δημητρ. γιˬομώζου Προπ. (Ἀρτάκ.) Σαμοθρ. γιˬουμώζου Ἁλόνν. Ἤπ. (Δίβρ. Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ἀνατολ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Ξάστρ.) Μακεδ. (Βελβ. Θεσσαλον. Σέρρ.) Σαμοθρ. Σκόπ. Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Ἀστακ.) Ἀόρ. γιˬόμωκα Μέγαρ. Ἀπαρ. παθ. ἀορ. γιˬομωστῆ Καλαβρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γεμώνω. Ὁ Κορ., Ἰσοκρ. 2, 259, ἑρμηνεύει τὸν τύπ. παρὰ τὸ γεμόω, ὁ δὲ Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 36 (1924), 197, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ λιγώνω (ἐλαττοῦμαι, ἐπὶ τῆς σελήνης). Ὁ τύπ. γεμώζω ἤδη Βυζαντ. Ἰδ. Πρόδρομ. 3, 293 (ἔκδ. Hesseling- Pernot, σ. 61) «καὶ ἕως ἄνω οἱ μάγεροι γεμώζουσίν το ὕδωρ» καὶ Χρον. Μορ. Ρ στ. 407 (ἔκδ. Schmitt) «κιˬ οὐκ ἦτον τόσος ὁ λαὸς τὰ πλευτικὰ γεμώσουν». Τὸν τύπ. ὁ Γ.Χατζιδ., ἔνθ’ ἀν., ἑρμηνεύει ἐκ συμφύρσεως τῶν τύπ. γεμίζω καὶ γεμώνω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Γεμίζω 1, ὃ ἰδ. πολλαχ. καὶ. Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σινασσ. Σίλ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Πάω νὰ γεμώσω τὸ σταμνὶ ἀποὺ τὴ βρύση Κρήτ. (Ἡράκλ.) Πῆγα ’ς τὴ βρύση τσαὶ γιˬόμωκα τὴ βούτσα Μέγαρ. Τσῆ γεμώζω μιˬὰ στάμνα λάδι Θήρ. ᾿Εκειδά ’ναι τὸ σταμνί, νὰ πᾷς νὰ τὸ γεμώσῃς Σίφν. Γιˬουμώνου τοὺ κακκάβ’ ιρὸ Θεσσ. (Ἀργιθ.) Θὰ πάου νὰ γιˬουμώσου τοὺ καραμπὸ (τοὺ καραμπὸ= τὴν στάμναν) Στερελλ. (Χρισ.) Γιˬουμώσαμε μιˬὰ φλάσκα καασὶ (καασὶ=κρασὶ) Σαμοθρ. Γιˬουμώζαμε τοὺ στῶωμα φύλλ’ ἀποὺ τσὶ πλατά’ κιˬ ἀποὺ τ’ς ἀσπουδέ’ (στῶωμα= στρῶμα) αὐτόθ. Πιˬάνω καὶ τσῆ γιˬομώνω τὸ βεδούρι Μαθράκ. Γιˬόμωσες τὸ τερτικὸ γουλιˬὰ (ἐγέμισες τὸ κοφίνι μὲ πέτρες) Ἐρεικ. Θὰ dὴ γεμώσῃς στερνὸς τὴ λάτα καὶ θὰ dήνε φέρῃς νὰ ποτίσωμε τὸ φορτίκι (λάτα=δοχεῖον ἐκ λευκοσιδήρου, φορτίκι=ὁ ὄνος) Ὀθων. Ἐγέμωσα τὸν στάμνον Ρόδ. Νὰ ’εμώσωμε ν-νερὸ ἕναμ bουκ-χά-ι Κάσ. ᾿Εμώσετε δυˬὸ σακ-χούλ-λους φλουριˬὰ ’ὰ τὰ πάρωμεμ-μαζ-ζίμ-μας αὐτόθ. Πάει ’ς τ’ ἀμbέλι, γεμώ-ει τὴμ bοδτιˬάν dης σταφύλ-λιˬα Κῶς. Νεσύρνω ν-νερὸ καὶ γιμών-νω τὴλ λαΰναμ-μου Κῶς (Πυλ.) Γιˬόμω τσ’ ἕνα λαΰν’ λερὸ (γέμισε καὶ ἕνα λαγύνι νερὸ) Μισθ. Νὰ ’εμώ’ τὴ μπακίρ’ μὶ νιˬαρὸ κὶ νὰ τοῦ κριμάῃς ’ς τοὺν ἅλ’του Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) ᾿Εσὺ θὰ πᾷς ’ς τὸ νερό, νὰ γεμώσῃς τὸ γυˬαλὶ Προπ. (Μαρμαρ.) Τοῦ ἐγιˬόμωε μίαμ bουτ-τίλα (τοῦ ἐγέμισε ἕνα μπουκάλι) Χωρίο Βουν. Τὶς μαθιˬὲς τὶς γεμώζουνε μὲ χόdρο (μαθιˬὲς=τὰ παχέα ἔντερα τοῦ χοίρου, χόdρο=χονδροκομμένον σιτάρι) Πάρ. (Νάουσ.) Σήμιρα γιˬουμούσαμι δυˬὸ γαλόκασις ἀπὸ γάλα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Δυˬὸ φκυˬαριˬὲς θέω ’ιˬὰ νὰ ’εμώσω τὸ τσουβάλι, κ’ ὕστερα θὰ φύωμε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ κέdημα λέω νὰ τὸ κάμῃς μὲ καφεδὶ καὶ μὲ κίτρινο καὶ νὰ τὸ ’εμώσῃς μὲ αδὶ αὐτόθ. Κάθε μέρα σπορίζ’ ἡ μύτ’ μου καὶ γιˬομώζω μαdήλιˬα αἷμα (σπορίζει=πάσχει αἱμορραγίαν) Λευκ. Ἀφοῦ γεμώσωμε τὸ λάκκο μὲ τὸν καρπό, ρίχνομε πάι πάσπα-η ἀποπάνω Ἀμοργ. Νὰ τὴ γεμ-μώσω ’άκρυ (’άκρυ=δάκρυ) Χίος (Πυργ.) Γέμ’σι τ’ σακκούλα τ’ λίρις Κυδων. Γίμωτσες τὰ χέρια σου μελάνιˬα Εὔβ. (Βρύσ.) Γεμώζ’ τὸ dουρβᾶ χρ’σὸ ἴσαμ’ ἀπάν’ Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κιˬ ἄδε͜ιου νά ’ι τοὺ τ’φέ’, τοὺ γιμώζ’ οὑ διˬάουλους κἀμμιˬὰ φουρὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θὰ σ’ σκίσου τοὺ μ’κρὸ τοὺ δάχ’λου νὰ γιˬουμώσουμι τοὺ μπουκά’ αἷμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θὰ ’ιμώσ’ς τεφτέριˬα ’ς τοὺ χουριˬό μας, οὕλο γράφ’ς Μακεδ. (Βόιον) Πκιˬά-ει ἕναb-bαν-νέρι g’ ἐγίμωσέd-dο πουκαμισάκιˬα τοῦ μωροῦ Σύμ. Πκιˬά-ει λοιπὸν ἕναχ-χιˬεπὲ gαὶ γιμώ-ει το φλουριˬὰ (χιˬεπὲ=σακκούλι) αὐτόθ. Τσῆ γιˬομώνω τὸ βεδούρι μὲ τραμόπιττα (τραμόπιττα=πίττα ἀπὸ κομμένον καὶ ψημένον λαθούρι) Μαθράκ. Ἡ γρακούνα γεμώ-ει ἕναν τάσιν, ρουφᾷ το (γρακούνα=ἡ γυναῖκα τοῦ δράκου) Κύπρ. Πχιˬᾶχε ἕναν ἀβκότσουβλον ταὶ ’ποὺ τὰ λουκ-κούθκιˬα γέμωσ’ τὸ κουζίσ-σου τ’ ἐσοὺ λάιν (λουκ-κούθκιˬα=μικροὺς λάκκους, κουζὶν=σταμνὶ) αὐτόθ. Ἄντε, βάλε τούνε τσαὶ γιˬόμωσέ σι (=ἔλα, βάλε σὺ καὶ γέμισέ τα) Χαβουτσ. Γιˬομώσαμ’ ἕνα σέ’ (=γεμίσαμε ἕνα δισάκκι) Φλογ. Γιˬομώνω τὸ λαγύν’ λερὸ ἀπ’ τὸ πεγάτ’ Φερτ. Γιˬομώ-ει μασούριˬα Μπόβ. || Φρ. Τοῦ ’εμώζω τὴ gεφαλὴ (τὸν πείθω) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τοῦ γιμώνου τ’ gλάβα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λῆμν. Τὴ γιˬόμωσε (ἐνν. τὴν κοιλίαν του, ἐχορτάσθη) Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἠγίμωσα τὴν κοιλιˬά μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. φρ. Τὴν τύλωσε-τὴν πέτσωσε. Γίμωτσε τὸ τουφέκι του τσ’ ἔφυγε (ἐπὶ φλυάρων) Εὔβ. (Βρύσ.) ’Éμωσεν τὴν τοιία μου αἷμα (μὲ ἐξώργισεν) Φάρασ. || Παροιμ. Ὁ λωλ-λὸς μὲ τὴλ λωλ-λάραd-dου γιμώ-ει τὴg-gοιλάραd-dου (ἐπὶ τοῦ δι’ ὑποκριτικῆς εὐηθείας κατορθοῦντός τι) Σύμ. Ὅπο͜ιος μισεῖ τὶς πόρτες του, τὶς ξένες δάκρυα τὶς ’εμώ-ει (ἐπὶ τοῦ μὴ φροντίζοντος νὰ ἔχῃ αὐτάρκειαν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἱκετευτικῶς ζητοῦντος βοήθειαν παρὰ τῶν ξένων) Κάρπ. || Γνωμ. ᾿Οχτώβρην ἐξεσπόρισες, ὀχτὼ πιθάριˬα ’έμωσες (ἡ προσφορωτέρα ἐποχὴ ἐνάρξεως τῆς σπορᾶς εἶναι ὁ μὴν Ὀκτώβριος) Κάρπ. Τὰ χιˬονάκιˬα τοῦ Γενάρη | μᾶς γιˬομώσανε τ’ ἀbάρι (ἡ κατὰ τὸν Ἰανουάριον πτῶσις χιόνος εὐνοεῖ τὰ σιτηρὰ) Κεφαλλ. Χωράφι ἀνdή-ιˬο τσαὶ ποτιστικό, σοῦ γιˬομώ-ει τὸ σπίτι ἄτ-τσε καλὸ (ἄτ-τσε καλὸ=ἀπὸ ἀγαθὰ) Μπόβ. || Αἴνιγμ. Βίτι βίτι ἀιβαίει | βίτι βίτι κατιβαίει κὶ ψουμί, φαγὶ δὲν τρώγει, | τὴν κοιλίτσα της γιμώζει (ἡ ἄτρακτος) Θρᾴκ. (Αἶν.) || ᾌσμ. Κάψετε, μάθιˬα, κάψετε, ’εμώσετε μιˬὰ λίμνη, νὰ σηκωθῇ ἡ μάννα μου, τὰ ροῦχα μας νὰ πλύνῃ (ἐκ μοιρολ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κιˬ ἄd-dὸ νυπνήσῃς, νύπνε μου, πᾶρ’το μέσ’ ’ς τοὺς bαξέδες, γίμωσε τὰ dζεπάκιˬα του φούλ-λιˬα καὶ μενεξέδες (ἐκ βαυκαλ.) Σύμ. Νὰ κοιμηθῇ, ν’ ἀνετραφῇ, νὰ γοργομεγαλώσῃ, νὰ σύρῃ κλώνους καὶ κλαδιˬά, τὸ gόσμο νὰ γεμώσῃ (ἐκ βαυκαλ.) Κρήτ. Γεμών-νουν τὰ τιμπούιˬα τους ταὶ πίν-νουν τὸν καφέ τους Κύπρ.-Ποίημ. Σὰν τοῦ Μαγιˬοῦ τὲς εὐωδιˬὲς γιˬομῶζαν τὸν ἀέρα Δ.Σολωμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀντλῶ ὕδωρ, ὑδρεύομαι Κάρπ. Κάσ. Κυδων. Κρήτ. Κύπρ. Λέρ. Ρόδ. Σύμ.: Ἐπῆεν νὰ γεμώσῃ Κύπρ. Σὰν ἐγεμών-νασιν, ἐπολοήχην τὸ ἕνα δρακούιν ταὶ λαεῖ τους (ἐπολοήχην=ἀπελογήθη, ἀπεκρίθη) αὐτόθ. Πά’ ἡ βασιλοπούλ-λα νὰ γιμώσῃ κ’ ηὗρε d-dὴβ-βρύση στερεμέη Σύμ.Ἔρκεται μιˬὰ κόρη νὰ ’εμώσῃ Κάσ. || ᾌσμ. Μάν-να ’ὲν ἔχομεν-νερόν, νὰ πάω νὰ ’εμώσω; Κάρπ. Καὶ πιˬάν-νω τὸ χρυσὸ σταμὶ καὶ τ’ ἀργυρὸλ-λαΰι καὶ πάω ’ς τὴλ-λαμbοπηγὴν-νὰ πκιˬῶ καὶ νὰ γιμώσω Ρόδ. Εἶντα τὸ θέεις τὸ νερὸν ταὶ πά’ νὰ τὸ γεμώσῃς; Τὸ γαῖμαν τῆς καρτούλ-λας μου ’καεῖ σε νὰ ζυμώσῃς (’καεῖ=ἀρκεῖ) Κύπρ. 3)Συσσωρεύω χῶμα, σκεπάζω μὲ χῶμα Στερελλ. (Ἀγρίν.): Γιˬομώζω τὸν καπνὸ (καλύπτω τὴν ρίζαν καὶ μέρος τοῦ στελέχους τοῦ καπνοῦ διὰ χώματος). Συνών. παραχώνω, τσαπίζω. 4)Βινῶ, καθιστῶ ἔγκυον γυναῖκα Πελοπν. (Παππούλ.): Θὰ τὴ γεμώσῃ τὴ γυναῖκα. Συνών. βαρένω Α4, γγαστρώνω Α1, γεμίζω Α2, φορτώνω, φουσκώνω. Β)Ἀμτβ. 1) Πληροῦμαι πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Φλογ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Ἔν’-νὰ τὸ ἀλεύσω τ’ ἀγράχτιμ-μου, γιˬατὶ ἐγέμωσεν (ἔν’-νὰ τὸ ἀλεύσω=θὰ τὸ ἀναλύσω) Κύπρ. Ἐγεμῶσαν οἱ κουτάλες της οὕλ-λο βραόλιˬα ὁλόγρυσα (οἱ κουτάλες=οἱ βραχίονες) αὐτόθ. Γιμώσαι οἱ φ’λακὲς οὕις Σάμ. Ἁ βάρκα ἴα μὲ ἀπάν’ γιˬομῶτ’ οὕλε ψάρ’ (ἡ βάρκα ἕως ἀπάνω γέμισε ὅλο ψάρια) Χαβουτσ. Ἕνα μέρα σὸ χωρίο μας γιˬομώθαν Τοῦρκα (μίαν ἡμέραν τὸ χωρίον μας ἐγέμισεν ἀπὸ Τούρκους) Φλογ. Τὰ χωράφ γιˬομωκόντα βότανε (τὰ χωράφια ἐγέμισαν βότανα, ζιζάνια) αὐτόθ. Γιˬουμώ’ οὑ τόπους γυˬόσμου Ἤπ. (Ἄγναντ.) Γιˬομώκαϊ τὰ μασούριˬα (ἐγέμισαν τὰ μασούριˬα) αὐτόθ. Ἐκεῖνου ντοὺ σπίτ’ γιˬομώην λίρες (ἐκεῖνο τὸ σπίτι ἐγέμισε λίρες) Μισθ. Τσόdουν ἕνα, κρέμασεν d’ ἄσκουμα, ξέβαλέν το, γιˬόμωσεν λίρες (ἦταν κἄποιος, ἐκρέμασε τὸν πίθον, τὸν ἔβγαλε, τὸν ἐγέμισε λίρες) αὐτόθ. Γιˬόμουσ’ χιˬό’ τοὺ χουράφ’ Στερελλ. (Ἀράχ.) Ὅπου ρίξῃ τὰ δίχτυˬα του γιˬομώζουνε βῶπα καὶ σαυρίδι Ἐρεικ. Ἐγέμων-νεν ἡ ράη τους κόντρες (κόντρες=πληγὰς) Κύπρ. Εἶχι γιμώσ’ οὑ τόπους ἱφτὰ χιλιˬάδις γιδουπρόβατα Μακεδ. (Καστορ.) Μοῦ λείψαι δέκα κλουνὲς κὶ δὲ γιˬουμώζ’ τοὺ χτέ’ μ’ πέρα πέρα Στερελλ. (Ἀστακ.) Γιμώζ’ ιρὰ του χουράφ’ Λῆμν. Ἐγιˬομώστη τὸ σπίτι ἄε νερὸ (ἄε=ἀπὸ) Χωριὸ Βουν. Τὰ πλεμάτιˬα γιˬομώζανε (τὰ δίκτυα ἐπληροῦντο) Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.) Ἐέμωσεν ἡ μούρη dου μὲ σπυριˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Λεβεdαρᾶς, bαίνει μέσα τσαὶ ’εμώζει τὸ σπίτι! αὐτόθ. Δὲ ’εμώζουν ἐφέτι οἱ αδότοποί μας, πρέπει νὰ δοῦμε ν’ ἀοράσωμε άδι (αδότοποι=οἱ πίθοι πρὸς ἐναπόθεσιν τοῦ ἐλαίου) αὐτόθ. Δὲ σηκώνει πολλὴ θάλασσα, δὲ γεμώνει τὸ κῦμα Ἰκαρ. Ὅταν γιˬουμώσ’ τοὺ φεγγάρ’, γιˬουμώζ’ κ’ ἡ ἀ’ νὸς Μακεδ. (Νέα Πέραμ.) Γιˬόμωσε ἡ κατοικιˬὰ τοῦ πάππου μου κοπριλίδες ’πὸ τὰ ’ίδιˬα Ὀθων. Ἐγιˬόμωσε τὸ τρατὶ μαριδάκι Ἐρεικ. || Φρ. Γέμουσι οὑ τόπους (ὑπάρχει πλῆθος πράγματός τινος) Σκόπ. Γέμουσα μέχρ’ ἀπάνου (ἐθυμώθην σφόδρα) Θάσ. ᾿Εγιμῶσαd-dὰ μ-μάτιˬα μου (ἐπληρώθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου δακρύων, συνεκινήθην καὶ ἔκλαυσα) Σύμ. Δὲ γιˬόμουσι τοὺ κιφά’ τ’ (δὲν ἐπείσθη) Μακεδ. (Γκιουβ.) || Παροιμ. Στάλα στάλα, γιμώζει ἡ τσουκάλα (τὸ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον προσλαβανόμενον γίνεται πολὺ) Εὔβ. (Βρύσ.) Βασούλι βασούλι | γιμώζει τὸ σακκοῦλι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Ἀποὺ φασού’ σὶ φασού, γιˬουμώζ’ τοὺ σακκού’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Σέρρ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ὅπκο͜ιος νεκατώ-ει τὰ χώματα, ἔν’-νὰ γεμώσουν τ’ ἀμ-μάθκιˬα του (ἔν’-νὰ=θὰ· ὅποιος ἀνακατώνεται εἰς ξένας ὑποθέσεις, ὑφίσταται τὰ δυσάρεστα ἀποτελέσματα των) Κύπρ. || Ἂν ἤται ἡ ζήλεια ψώρα, θὰ γέμ’ζεν οὕλ’ ἡ χώρα (ἡ πλήρης μίμησις εἶναι ἀδύνατος) Μακεδ. (Νέα Πέραμ.) Γνωμ. Ἂ-βρέξῃ ὁ Μάρτης δκυˬὸ νερὰ τ Ἀπρίλ-λης οὕλον ἕναν ταὶ τὴν Ἀνάστασην πηλά, τ’ ἀμπάρκα γεμωσμένα (αἱ βροχαὶ κατὰ τὴν ἄνοιξιν εἶναι λίαν εὐεργετικαὶ διὰ τὴν γεωργίαν) Κύπρ. Βοῦν, νὰ γεμώ-ῃ ἡ ζεύλα σου, γάαρον, νὰ γεμών-νουν τ’ ἀ-έλιˬα σου ταὶ γεναῖκαν, νὰ γεμών-νουν τ’ ἀγκάλιˬα σου (ἐνν. λάβε· ἀέλιˬα=σκέλη· βοῦς καλὸς θεωρεῖται ὁ ἔχων λαιμὸν καὶ τράχηλον χονδρόν, ἵνα ἀντέχῃ εἰς τὴν ἄροσιν, ὄνος καλὸς εἶναι ὁ σωματώδης καὶ γυναῖκα καλή θεωρεῖται ἡ εὔρωστος) αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἡ μιˬὰ τὸν πῆρε ’ς τὴν καρδιˬὰ κιˬ ἡ ἄλλη μέσ’ ’ς τὸ στόμα· γίμωσ’ τὸ στόμα τ’ αἵματα, τ’ ἀχείλι του φαρμάκι Σκῦρ. Ἄμε, μάν-να μ’, ’ς τὸ καλὸ καὶ ’ς τὴν gαλὴν dὴν ὥρα καὶ νὰ γιμώσ’ ἡ στράτα σου τριανdάφυλ-λdα καὶ ρόδα Ρόδ. Ἐκάμα gαὶ πολ-λὰ παιδγιˬὰ | κ’ ἐγίμωσεν ἡ γειτον-νιˬὰ Σύμ. Γιμώζ’ ἡ θάλασσα παννιˬὰ κ’ οἱ ἄκρις παλληκάριˬα Θρᾴκ. (Αἶν.) Μιˬὰ λεμονιˬὰ ἀθ-θινερὴ πού ’ναι ’ς τὸν κατεβάτην ἐσούστην τ’ ἔρ-ριξεν ἀθ-θούς, νὰ γεμωστῇ κρεβ-βάτιν Κύπρ.-Ποίημ. Καλοκαιρινὴ βροχὴ | κιˬ ὁ ἥλιˬος νά τος! Πᾶμε ’ς τὸν κῆπο. Τὰ λακκώματα | γιˬομώσανε νερὰ Σ.Σκίπης, ἐν Ἀνθολ. Η.Ἀποστολίδ., 410. 2)Καθίσταμαι εὔσαρκος, παχύνομαι Κρήτ.: Παναγία μου! Πῶς ἐγέμωσε τὸ παιδί! 3)Ἐπὶ τῆς σελήνης, γίνομαι πλησιφαὴς Ἀστυπ. Ζάκ. (Κερ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἄρχισε καὶ γιˬομώνει τὸ φεγγάρι Κερ. Γιˬόμουσι τοὺ φιγγάρ’ Ἀράχ. Σὰ γεμοῦται τὸ φεgάρι, παίρνεις τὴ φούντα σου ’ς σὸ έρι, ἐβγαίνεις ἔξου, σηκώνεις καὶ ’ντρανᾷς καὶ λὲς «σάντιλα γεμοῦσαι ἐσύ, νὰ γεμοῦται κ’ ἡ φούχτα μου» (’ντρανᾷς=βλέπεις, παρατηρεῖς, σάντιλα=καθὼς) Οἰν. Ὡς γεμώντζει τὸ φενgάρι, νὰ γεμίντζῃ τὸ σπιτάτσιμ-μου κριθάριν-τζαὶ σιτάρι Ἀστυπ. 4)᾿Επὶ καιροῦ, συννεφιάζει Καλαβρ. (Μπόβ.): Γιˬομώ-ει. Τὸ οὐδ. τῆς παθ. μετοχ. καὶ ὡς οὐσ. ὑπὸ τὸν τύπ. γιˬομωμένο=εἶδος φαγητοῦ Καππ. (Σινασσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/