ἀνᾶμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνᾶμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνᾶμα τό, νᾶμα Θήρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Κῶς Παξ. Παρ. Πελοπν. (Βούρβουρ) Στερελλ (Τοπόλ) Σύμ. Τῆν. νᾶμαν Κύπρ. Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀνᾶμα κοιν. ἄναμα ᾿Αθῆν. Ἄνδρ Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Βασαρ. Κορινθ. Μάν.) Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. νᾶμα=ὕδωρ, ρύαξ, πηγή. Τὸ προθετ. α ἐκ τῆς συνεκφ. τοῦ γιˬά: γιˬὰ νᾶμα-γιˬ᾿ ἀνᾶμα. Τὸ ἄναμα πιθανῶς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἅι-ἀνᾶμα, ἐν ᾧ ὁ ἰσχυρὸς τόνος τοῦ ἅι συνετέλεσεν εἰς τὸν ἀναβιβασμόν.
Σημασιολογία
1) Οἶνος ἐρυθρός, ἄκρατος καὶ καλῆς ποιότητος χρησιμοποιούμενος εἰς τὴν Θείαν λειτουργίαν κοιν. καὶ Καππ. (᾿Ανακ. ᾿Αραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἆ.): Θέλω κρασὶ γιˬ᾿ ἀνᾶμα. Πουλῶ κρασὶ γιˬ’ ἀνᾶμα (ἀρίστης ποιότητος). ǁ Φρ. Δὲν ἔχω κρασὶ μήτε γιˬ’ ἀνᾶμα (ἐπὶ παντελοῦς ἐλλείψεως). Οὔτε γιˬὰ άνᾶμα δὲν εἶναι (συνών. τῇ προηγουμένῃ. Συνών. φρ. οὔτε γιˬὰ μετάδοσι δὲν εἶναι) κοιν. ǁ ᾊσμ. Σαράντα ἅιοι, βουθᾶτε μου νὰ φύω ’ποῦ τὸν Χάρων καὶ νὰ σᾶς κάμω λουτουρκὰν ταὶ νᾶμαν νὰ σᾶς πάρω Κύπρ. Δίχους ἆνᾶμα κἰ κιρί, δίχους παππᾶ κὶ ψάλτη Μακεδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Συνών. ἅγιˬο-νᾶμα. 2) Οἶνος ἀρίστης ποιότητος πολλαχ.: Μὰ τὸ νᾶμα του! (ὅρκος ὃν λέγει τις κρατῶν ποτήριον οἴνου) Παρ. Μὰ τοῦτο τὸ άνᾶμα ! ΜΛελεκ Ἐπιδόρπ. 210. ǁ Ποιημ Μὲ τὴ Θοδούλα σύχρονο τοὖχα, Χτενᾶ μου, τάμα, ᾿ς τὸ γάμο της ν᾽ άνοίξωμε τὸ μυστικά μου ἀνᾶμα Αβαλαωρ. Ἔργα 3,379
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA