ἀναμαζεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαζεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμαζεύω ἀμάρτ. ἀνεμαζεύω Μῆλ. ἀνεμαζεύγω Θήρ. Κύθν. Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. μαζεύω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Περισυνάγω, περισυλλέγω Κύθν. Νάξ.: ᾿Αναμαζεύγω τὰ πρόβατα Κύθν. ǁ ᾊσμ. ’Απὸ τὸν κάτω Δανακὸ ἴσαμε τὸν ἀπάνω ἀνεμαζέψασι τ᾿ ἀβγὰ καὶ κάμασι τὸν ᾿άμο (’άμος=γάμος) Νάξ. Συνών. *ἀναμαδεύω, συμμαζεύω. 2) Τακτοποιῶ, διευθετῶ Μῆλ. : ᾿Ανεμαζεύω τὸ σπίτι. 3) ᾿Ανασύρω, ἐπὶ ποδήρους ἐνδύματος Θήρ.: Ἀνεμάζεψε τὰ ροῦχα σου νὰ μὴ κολοσύρνουdαι. Συνών. ἀνακολώνω Α1, *ἀνακουντουρίζω, ἀνασηκώνω. Πβ. ἀνασκουμπώνω. Β) Μεταφ 1) Παραλαμβάνω τινὰ πτωχὸν καὶ ἄστεγον ὑπὸ τὴν προστασίαν μου Κύθν : Ἥτανε ξένος καὶ τὸν ἀνεμάζεψα. 2) Περιορίζω, σωφρονίζω Μῆλ. : ᾿Ανεμάζεψε τὸ γιˬό σου τὸν παραλυμένο! Συνών μαζεύω, περιμαζεύω, συμμαζεύω. Πβ. ἀναμαζώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/