ἀργοποριστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοποριστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργοποριστὴς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀργε͜ιοποριστὴς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Θηλ. ἀργε͜ιοπορίστρα καὶ οὐδ. ἀργε͜ιοπορίστικο αὐτόθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργοπορῶ, παρ’ ὃ καὶ ἀργε͜ιοπορῶ, παρασχηματισθὲν κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς - ίζω ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

Ὁ βραδὺς εἰς τὰς κινήσεις του καὶ εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου: Ἕνας ἀργε͜ιοποριστὴς ποῦ ’ν’ κ᾿ εὐτός, μιˬὰν ἡμέρα θέλει νὰ dυθῇ. Ὤ καμένη ἀργε͜ιοπορίστρα, βαρεμὸς ποῦ 'σαι, νευριˬάζει κἀνεὶς νὰ σ’ ἀναμένῃ! Παιδὶ ἀργε͜ιοπορίστικο. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀργοκίνητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/