ἀργοπορῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοπορῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργοπορῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργουπουρῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀργε͜ιοπορῶ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ’ργιˬοπορῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργόπορος ὡς καὶ τὸ μεταγν. συνών. βραδυπορῶ ἐκ τοῦ βραδυπόρος. Τὸ ἀργε͜ιοπορῶ κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀργε͜ιῶ, δι’ ὃ ἰδ. ἀργῶ. Διὰ τὸ ’ργιˬοπορῶ τῆς Ρόδ. ἰδ. ἀργός.

Σημασιολογία

1) Πορεύομαι βραδέως ἢ βραδύνω περὶ τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος ἔνθ’ ἀν.: Πήγαινε γρήγορα, μὴν ἀργοπορῇς. Ἀργοπόρησε νὰ γυρίσῃ. Ἀργοπόρησα λιγουλλάκι. Ἀργοπόρησα νὰ χτίσω ὥσπου νά ’βρω χρήματα. Καλὸ κορίτσι, μὰ ἀργοπορεῖ πολὺ στὴ δουλε͜ιά του κοιν. Ἐργε͜ιοπορήσαμεν ἐχτὲ βραδὺ νὰ πέσωμε καὶ δὲν εἶχα ξυπνημὸ ταχυτέρου Ἀπύρανθ. Πολλὰ ἐργοπόρεσεν ᾿ς σὸ ρδόμον Τραπ. κ.ἀ. || Γνωμ. Ποῦ ἀργοπορᾷ ᾽ς τὸν πηγαιμὸ τσακίζεται ’ς τὸν γυρισμὸ Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Ντό εἶες, κόρη, κ᾿ ἔργευες, ντό εἶες κ᾿ ἐργοπόρ’νες; -Εἶχα τὸν κύρι μ᾿ τὸν καλὸν καὶ χωρισν ᾿κ᾽ ἐπαίρ’να Χαλδ. Μετβ. Κάμνω τι νὰ βραδύνῃ πολλαχ.: Μὴ μὲ ἀργοπορῇς γιˬατὶ βιˬάζομαι. Μᾶς ἀργοπόρησε ἡ βροχή. Τὸ ἀργοπορεῖ (ἀναβάλλει τὸ πρᾶγμα). Ἀργοπόρησε τὴ δουλε͜ιὰ πολλαχ. Ποίημ. Καὶ τώρα δὰ τ᾽ ἀρᾴθυμο πάτημ’ ἀργοπορῶντας κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλι κοιτᾷ. . . ΔΣολωμ. 268. 2) ’Επὶ ἀψύχων, δὲν καταφθάνω ἐγκαίρως, καθυστερῶ Λεξ. Δημητρ.: Ἀργοπόρησε νά ᾽ρθῃ τὸ γράμμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/