γεμωσμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμωσμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεμωσμὸς ὁ, ἀμάρτ. γιμουσμὸς Θρᾴκ. (Μαρών.) ’εμωσμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεμώνω.
Σημασιολογία
Γέμισμα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Γιμουσμὸ πὄχουν οἱ ἀ’νοί! Μαρών. Εἶdα ’εμωσμὸς ἡ μούρη σου μὲ τὰ σπυράκιˬα! Ἀπύρανθ. Εἶdα ’εμωσμὸ εἶν’ ποὺ τῶ dόνε κάνεις; αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA