γενάδας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενάδας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γενάδας ὁ, ἀμάρτ. γινάδας Μακεδ. (Θεσσαλον.) Στερελλ. (Σπάρτ.).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενάδα.

Σημασιολογία

1)Ὁ γενειοφόρος Μακεδ. (Θεσσαλον.) Στερελλ. (Σπάρτ.): Μουρέ, τοὺ γινάδα, λόγιˬα πού ’σοῦ ’πι! Θεσσαλον. Εἶι γινάδας σὰ dράους Σπάρτ. Εἶσι σὰ διˬάουλους, μουρέ, γινάδα! αὐτόθ. Συνών. γενᾶτος, γενειάτης, μουσᾶτος. 2)Ὁ ἀνδρεῖος Μακεδ. (Θεσσαλον.) Συνών. βαρβᾶτος Β4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/