ἀναμαζωξιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαζωξιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναμαζωξιˬάρις ἐπίθ. Δ.Κρήτ. ἀναμαζωξάρις Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνεμαζωξιˬάρις Α. Κρήτ. ἀν᾿μαζωξάρις Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναμαζώνω ὡς ἀπὸ οὐσ. ἀναμάζωξι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάρις.

Σημασιολογία

1) Πτωχὸς καὶ ἄστεγος, τὸν ὁποῖον παραλαμβάνει τις ὑπὸ τὴν προστασίαν του, παράσιτος Κρήτ. 2) Ὁ ἐκ ξένου χωρίου ἐλθὼν καὶ ἐγκατασταθείς που, μέτοικος, μὲ σημ. περιφρονητικὴν Κρήτ. -Λεξ.Πρω.Δημητρ.: ᾊσμ. Κιˬ ὃdε dὸ dριγυρίσανε οἵ -γ- ἀναμαζωξιˬάροι, ζερβὰ δεξιˬὰ συντήρηξε, κιˬἀνένα δὲ γνωρίζει Κρήτ. Συνών. ξενομπάτης, ξένος, ξενοχωριˬανός, ἀντίθ. ντόπιˬος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/