ἀργοσάλεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοσάλεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργοσάλεμα τό, Λεξ. Δημητρ. ἀργοσάλεμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργοσαλεύω.
Σημασιολογία
Κίνησις βραδεῖα καὶ νωθρὰ ἔνθ’ ἀν.: Μ’ ἕν’ ἀργοσάλεμα τοῦ χεριˬοῦ ὁ ἑτοιμοθάνατος ἔδειξε πῶς κἄτι ἤθελε νὰ πῇ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA