γεναριˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεναριˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεναριˬάτικος ἐπίθ. σύνηθ. γεναιριάτικος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γιναριˬάτ’κους Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Τρίκ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’εναριˬάτικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬοναριˬάτ’κους Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ὀν. Γενάρης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάτικος ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. γεναριάτης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.
Σημασιολογία
Ὁ τοῦ Ἰανουαρίου, ὁ κατὰ Ἰανουάριον λαμβάνων ὕπαρξιν σύνηθ.: Τὸ πιˬὸ λαμπρὸ φεγγάρι εἶναι τὸ γεναριˬάτικο Ἀθῆν. Τὸ γεναριˬάτικο φεgάρι εἶναι σὰ μέρα Κρήτ. Γέναιριάτικος ἥλιˬος (πολὺ λαμπρὸς) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γεναριάτικη νύχτα (πολὺ σκοτεινὴ) Πελοπν. (Γεωργίτσ.) Κρύο γεναριˬάτικο (δριμὺ ψῦχος) Πελοπν. (Κορινθ.) ,Εναριˬάτικο φεgάρι πὲς πὼς εἶναι. Λένε πὼς φέgει σὰ μέρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ,Εναριˬάτικο gρύο ’ναι σήμερα αὐτόθ. ,Εναριˬάτικος καιρὸς αὐτόθ. Γιˬοναριˬάτ’κου ιμό’ (πλῆρες χυμοῦ κατὰ τὸν Ἰανουάριον) Σκῦρ. Γιναριˬάτ’κου ἀρνί, γιˬ αὐτὸ εἶι καλὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πρώιμα κατσίκιˬα, γιναριˬάτ’κα Θεσσ. (Τρίκερ.) Κουνουπίδι γεναριˬάτικο Σῦρ. Γεναριˬάτικες βροχὲς-σπορὲς Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Γιναριˬάτ’κα καλουκαιράκιˬα (αἱ Ἀλκυονίδες ἡμέραι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Εἶναι σὰ γεναριˬάτικο λεμόνι (εἶναι ὑγιής, εὔρωστος) Ἰων. (Κρήν.) ‖ Γνωμ. Γεναριˬάτικο φεgάρι παρ’ ὀλίγο σὰν ἡμέρα (διότι εἶναι πολὺ λαμπρὸν) Πελοπν. (Ἀναβρ.) Γεναριˬάτικο φεγγάρι κλάδευε καὶ μέρα μὴν ξετάζῃς (κατὰ τὸν Ἰανουάριον, ὅτε εἶναι πρὸς πανσέληνον, ἐπιτρέπεται τὸ κλάδευμα) Ἀττικ. Γεναριˬάτικα πουλλιˬά, αὐγουστιˬάτικα ἀβγὰ (τὰ κατὰ τὸν Ἰανουάριον ἐκκολαπτόμενα ὀρνίθια τὸν προσεχῆ Αὔγουστον γεννοῦν) Πελοπν. (Δυρράχ.) Γεναριˬάτικα πουγιˬά, ἀγουστιˬάτικα ἀβγὰ (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Σίφν. Γεναριˬάτικο πουλλί, καλοκαιρινὸ ἀβγὸ (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποιήμ. Ἐδῶ μιˬὰν ἄνοιξη καὶ τὸ χειμῶνα μᾶς φέρν’ ἡ γεναριˬάτικη λιˬακάδα Μ. Τσιριμῶκ., ᾿Εκ. βαθ., 20. Καὶ τῆς γεναριˬάτικης | τῆς μυγδαλιˬᾶς ἡ χάρη καὶ τ’ ὀνειροσκέπασμα | ποὺ ρίχνει τὸ φεγγάρι Κ. Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ 2, 85. Συνών γεναρίτικος, γεναριˬώτης. γεναριˬώτικος β) Τὸ οὐδ. κατὰ πληθ. καὶ ὡς οὐσ. ἡ κακὴ ψυχικὴ διάθεσις, ὁ ἐκνευρισμὸς Κεφαλλ: Φρ. Ἔχει τὰ γεναριˬάτικά του (ἔχει τοὺς θυμούς του, εἶναι ὠργισμένος). Συνών. φρ. Ἔχει τὶς κακιˬές του. Ἔχει τὰ φεγγάριˬα του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA