ἀναμαλάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαλάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμαλάζω Λεξ. Δημητρ. ἀναμαλάσσω Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναμαλάσσω.

Σημασιολογία

Μαλάσσω τι: Ἀναμάλαξε τὸν ἀσβέστη Λεξ. Δημητρ. ǁ Φρ. Τὸν ἀναμαλάσσει ἡ θέρμη (αἰσθάνεται. τὰ συμπτώματα τῆς θέρμης) Κύθηρ. Μετοχ. ἀναμαλαγμένη=ἡ ὑπὸ πολλῶν ἐρωτικῶς θωπευθεῖσα. Συνών. μαλάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/