ἀναμαλλάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαλλάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναμαλλάρις ἐπίθ. ἀλαμανάρ᾿ς Λέσβ. ἀλεμανάρις Χίος ἀλιμανάρις Λεσβ. ἀ’μανάρ’ς Λεσβ. Θηλ. ἀναμαλλαρεˬὰ Πελοπν. (Μάν.) Σύμ. Χίος ἀνεμαλλαρεˬὰ Θήρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ἀλεμανερεˬὰ Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναμαλλιˬάρις, εἰς ὃ ὑπεισῆλθεν ἡ παραγωγικὴ κατάλ. -άρις ἀντὶ τῆς – ιˬάρις . Περὶ τῶν μετὰ τοῦ λ ἀντὶ τοῦ ν τύπ. ἰδ. ἀναμαλλιˬάρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ἄτακτον καὶ ἀτημέλητον τὴν κόμην ἔνθ’ὰν. : ’Ετσαδὰ ἀνεμαλλαρςεˬὰ ἠπετάχτηκε μέσ᾿ ᾿ς τὸ δρόμο Θήρ. ’Σ τὸ δρόμο βρίσκει μιˬὰ γυναῖκα μὲ τὴν πουκαμίσαν ἀναμαλλαρεˬὰ ἔτσε ποῦ κοιμᾶτο (ἔκ παραδ.) Σύμ. ǁ ᾊσμ. Βλέπεις αὐτὸ dοὺ gίτρινου κί τοὺν ἀλιμανάρι; αὐτὸς ἔ σόνα γιˬόκα; σου κὶ μόνα δάσκαλός μου (ἔ=εἶναι) Λεσβ. Συνων. ἀναμαλλιˬάρις, ἀνάμαλλος. 2) Ὁ ἔχων ἀκάλυπτον τὴν κεφαλήν, ἀσκεπὴς Λεσβ.Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Χίος:Ποῦ γυρίζεις ἀναμαλλαρεˬά; Χίος Ἀναμαλλαρεˬὰ πῶς εἶσαι! αὐτὸθ. Δὲ bὰς, μωρή, νὰ βάλῃς τὸ μαdήλι σου, μόνου κάθεσαι ἀνεμαλλαρεˬὰ σὰ dὴ λωλὴ μέσ’ ᾿ς τὸ νήλιˬο νὰ σὲ μαυρίσῃ; Γαλανᾶδ. Συνών. ἀναμαλλιˬάρικος, ἀναμαλλιˬάρις 2, ξεσκούφωτος. β)Τὸ θηλ., ἡ ἄνευ αἰδοῦς, ἀναίσχυντος (διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. παροιμ. Παροιμιογρ. (ἔκδ. Leutsch- Schneidewin) 1,392,85 γυμνῇ τῇ κεφαλῇ' ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχὸν») Χίος. 3) Φαλακρὸς Χίος : Αἴνιγμ. Ἀπεδῶ σοῦ τὴν περνοῦνε, | ἀλεμαναρεˬά, καὶ τρέχα (ἡ βελόνη τοῦ ραψίματος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/