ἀναμαλλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμαλλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμαλλιˬᾶ ἡ, ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 119-Λεξ.Πρω Δημητρ. (λ. ἀναμαλιˬὰ) ἀνιμαλλιˬὰ Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναμαλλιˬάζω. Τὸ ἀνιμαλλιˬὰ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. τύπ. ἀνεμαλλιˬὰ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αταξία τῆς κόμης ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν.-Λεξ. Δημητρ.: Σταμάτησε ἄξαφνα τὴν τρεχάλα του καὶ τὸν κοιτοῦσε [τὸ χωριάτη] παράξενο μὲ τὴν φορεσιˬὰ καὶ τὴν ἀναμαλλιά του ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μεταφ κοινωνικὴ ἢ ἄλλη τις ἀνωμαλία, σύγχυσις Σάμ.-Λεξ.Πρω.Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτωμα Β 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA