ἀφτουραμάλλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφτουραμάλλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφτουραμάλλιˬαστος ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἄφτουρος καὶ ἀμάλλιˬαστος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εὐδοκιμήσῃ, νὰ προκόψῃ: Ἔτσι εἷναι αὐτός, ἀφτουραμάλλιˬαστος ἀπὸ τὴν ὥρα ποῦ γεννήθηκε ὥσπου νὰ πεθάνῃ. Συνών. ἀπρόκοφτος 1, ἀφτούρητος 3, ἄφτουρος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA