ἀφτούτσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφτούτσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφτούτσι τό, Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀστούτσι Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀφτὶ διὰ τῆς καταλ. -ούτσι, περὶ ἧς πβ. GRohlfs Etymol. Wört. 186 ἐν λ. -ούκιον. Πβ. Καὶ ἀλογούτσι.
Σημασιολογία
Ἀφτάκι 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA