γενᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γενᾶτος ἐπίθ. Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) Καππ. (Ἀφσάρ.) Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (Δεσφ.)-Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 184, 114. Γ.᾿Επαχτίτ., Προπύλ. 1, 253 Γ.Ξενόπ., Ὁ κακὸς δρόμ., 30 Κόσμος, 173-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γινᾶτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γενᾶτε Τσακων. (Πραστ.) ’ενᾶτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γένι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1)Ὁ γενειοφόρος ἔνθ’ ἀν.: Σὰ γινᾶτους παππᾶς εἶν’ αὐτὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοὺ κριμμύδ’ εἶι γινᾶτου αὐτόθ. Ἦρθε ὁ ἅι-Νικόλας μὲ τ’ ἄσπρα dου ’ενάκιˬα, τσὶ ’ενᾶτοι χαιρετᾷ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μὰ ἕνα γριίδι ’ενᾶτο ’τον ἡ γριˬὰ Παναιˬώτα αὐτόθ. Ἦγκι δύο, ἕνα γενᾶτε τσ’ ἕνα σπανὲ (ἦσαν δύο, ἕνας μὲ μεγάλα γένιˬα καὶ ἕνας σπανὸς) Τσακων. (Πραστ.) Γενάτη γίδα Πελοπν. (Μεσσ.) Γενάτ’ γίδα Στερελλ. (Δεσφ.) Ἕνας ψηλός, μαυρειδερὸς βοσκὸς μὲ τὰ γενᾶτα κιˬ ἄγριˬα τραγιˬά του Γ.Ἐπαχτίτ., ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Οἱ γινᾶτ’ τρῶν τὰ ψάριˬα (ἐπὶ τῶν πολυεξόδως διαιτωμένων, ὡς οἱ εἰς τὰς πόλεις καλῶς διαιτώμενοι κληρικοὶ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || ᾎσμ. Βρέ, καλῶς τον τὸ γενᾶτο | καὶ τὸ δασομουστακᾶτο Ἰων. (Κρήν.) Συνών. γενάδας, γενᾶς, γενε͜ιάτης, μουσάτος. 2)᾿Επὶ καρπῶν, ὁ ὥριμος Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/