γενειάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενειάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γενειάδα ἡ, κοιν. γινε͜ιάδα Σάμ. γενδα Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ’ενε͜ιάδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γενεάδα Ζάκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Λεξ. Μπριγκ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. γεν-νεάdα Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γενειάς. Ὁ τύπ. γενεάδα καὶ παρ’ ᾿Ερωτοκρ. Α 617 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ.) «κ’ οἱ δυό τους ἐντροπιάσασι δίχως νὰ τοὺς γνωρίσου, | γιατ’ εἶχαν εἰς τὸ πρόσωπον γενεάδες καμωμένες». Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ γενειὰς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἤτανε σὰ bροφήτης μὲ τὴ γενειάδα του Κεφαλλ. Οἱ παλιˬοὶ δασκάλοι εἶχαν καὶ γενειάδες αὐτόθ. Ἔχει μία γενειάδα ὁ παππᾶς, ποὺ κατεβαίνει ὡς τὸ στῆθος του Κρήτ. Ἄφησε γενεάδα σὰ bαππᾶς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σὰ σαρωνιˬὰ εἶν’ ἡ ’ενε͜ιάδα dου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔμορφο γενδα ἔχεις Ὄφ. Ἔσπρισεν ἡ γενδα μ’ Τραπ. Ἀποὺ τότις ἀπ’ χήριψι δὲ ξουρίστ’κι κιˬ ἔκαμι μιˬὰ γινε͜ιάδα σὰ bαππᾶς Σάμ. Σὰ στεκότανε μπρὸς ’ς τὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὴν ἄσπρη γενειάδα του, λὲς κ’ ἤτανε ἴδιος ὁ Θεὸς Κ.Παρορίτ., ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Γιˬὰ ξύρτσον τὴν γενδαν σου καὶ γίνον παλληκάριν καὶ κούρεψον τὸν μαῦρον σου καὶ ποῖσον νν πουλάριν (νν=νέον) Τραπ. Συνών. γενάδα, γένι, μούσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA