βουνό

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνό

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βουνό, βουνὸς ὁ, Θήρ. Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) Ρόδ. -Λεξ.Δημητρ. γουνὸς Ρόδ. βουνὸς τό, Κάρπ. βουνὸν Ἰκαρ. Κύπρ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) βουιˬνὸν Πόντ. (Κερασ.) βουνὸ κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) βουιˬνὸ Καππ. (Σινασσ.) βοιˬνὸ Καππ.(Ἀνακ.) Κορσ. β’νὸ βόρ. ἰδιώμ. 'ουνὸ Ἰκαρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Μεγίστ. Χίος (Ἐλάτ.) κ. ἀ. γουνὸν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βουνός. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ γένους κατὰ τὸ συνών. ὄρος. Περὶ τοῦ τύπ. γουνὸν ἰδ. γράμμα β 5.

Σημασιολογία

1) Ὄρος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) : Νὰ ζήσῃς σὰν τὰ ψηλὰ βουνὰ ἢ ἴσαμε τὰ βουνά ! (εὐχὴ) κοιν. Νά ᾽σαι σὰ dὰ ψηλὰ βουνά! (ὑγιής, ρωμαλέος) Κεφαλλ. Δυνατὸς σὰ dὰ βουνά! αὐτόθ. || Φρ. Ἡμέρα βουνὸ (μακρᾶς διαρκείας). Πράματα βουνὸ (ὡς βουνό, πολλά). Τοῦ φαίνεται βουνὸ (οἷον : ἡ δουλε͜ιά, τὰ γράμματα κττ., ἤτοι αἰσθάνεται μεγάλην δυσκολίαν). Ἔχει τύχη βουνὸ (εὐμενεστάτην, εὐνοϊκωτάτην). Ἔχει καρδιˬὰ βουνὸ (ἐπὶ τοῦ σφόδρα ὑπομονητικοῦ).Ἦρθε ἢ κατέβηκε ἀπ᾿ τὰ βουνὰ (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπείρου, ἀμαθοῦς, ἀπαιδεύτου κττ.) Βγαίνω ᾿ς τὰ βουνὰ ἢ παίρνω τὰ βουνὰ (γίνομαι λῃστής). Παίρνω τὰ βουνὰ (καταλαμβάνομαι ἀπὸ μανίαν καὶ ἐλαύνομαι εἰς τὰ βουνὰ ἢ καταλαμβάνομαι ἀπὸ ἀπόγνωσιν). Ἐχετε γε͜ιά, ψηλὰ βουνά! (ἐπὶ τοῦ ἀναχωροῦντος ἢ τοῦ προδήλως τεταραγμένου τὰς φρένας) σύνηθ. Ἐχει καρδιˬὰ βουνὸ (ἐπὶ τοῦ μακροβίου) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) Εἶν᾿ ἀπ᾿ τὰ β’νὰ κὶ τὰ ρ᾽μάνιˬα (ἐπὶ τοῦ ἀγνώστων γονέων. ρ᾽μάνιˬα=ρουμάνια, δάση) Μακεδ. Ἡ θάλασσα εἶναι ὄρη καὶ τρία βουνὰ (ἐπὶ μεγάλης τρικυμίας) Μύκ. ‖ Παροιμ. Μαθημένα τὰ βουνὰ ἀπ᾿ τὰ χιˬόνιˬα (ἐπὶ τοῦ συνηθισμένου νὰ φέρῃ γενναίως τὰς ἀτυχίας) σύνηθ. Καὶ τὰ βουνὰ ξεπέφτουνε κ’ οἱ κάμποι δυστυχοῦνε (ἐπὶ τῆς ἀσταθείας τοῦ ἀνθρωπίνου πλούτου ἢ δόξης κττ.) Αἴγιν. Πελοπν. (Λακων.) Τὸ βουνὸ κοιλοπονοῦσε | κ’ ἔνα ποντικὸ γεννοῦσε («ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκε μῦν») Πελοπν. (Λάστ.) ‖ Γνωμ. Βουνὸ μὲ βουνὸ δὲ σμίγει, ἄνθρωπος μ᾿ ἄνθρωπο σμίγει (ἐπὶ τοῦ δυνατοῦ τῆς συναντήσεως προσώπων μετὰ πάροδον πολλοῦ χρόνου ἔστω καὶ εἰς λίαν ἀπομακρυσμένας χώρας εὑρισκομένων) σύνηθ. || ᾎσμ. Τρανὸς βουνὸς, ψηλὸς βουνὸς μὲ ρεματιˬὲς καὶ λόγγους Λεξ. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουνὸς Κρήτ. (Σέλιν.) Χίος ᾽Ουνὸς Κάρπ. Βουνοὶ Κύπρ. Ρόδ. Βουνὸν Κύπρ. Βουνὸ Κέως Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λακων.) Β’νὸ Σκῦρ. Βουνὰ Χίος Βουνὸν τοῦ Καταρά-η Κύπρ. Ἁγιˬάννη Βουνὸ Πελοπν. (Λακων.) Ἄσπρος Βουνὸς Κάρπ. Δύο Βουνὰ Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Κάλκα Βουνὸ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Καλογέρων Βουνὰ Πάρ. Λαbρούδας Β’νὸ Λῆμν. Μαῦρο Βουνὸ Ἀττικ. Κρήτ. (Βιάνν.) Μεγάλο Βουνὸ Ἀττικ. Μεάλο Βουνὸ Κάρπ. Ὀξὺς Βουνὸς Ρόδ. Ξυˬὰ Βουνὰ Ρόδ. Παχὺς Βουνὸς Κάρπ. Παχὺ Βουνὸ Ἄνδρ. Κάρπ. Πέρα Βουνὰ Πελοπν. (Βασαρ.) Στρογγυλὸ Βουνὸ Νάξ. (Κινίδ.) 2) Μέγας σωρὸς Ρόδ. κ. ἀ. –Λεξ. Δημητρ. : Βουνοὶ καλαμποκιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Ἕνας βουνὸς σιτάρι Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ παρ’ Ἡσυχ. «βουνός· στιβάς Κύπριοι». Πβ. βουνί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/