ἀργοστόλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοστόλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀργοστόλιστος ἐπίθ. ΑΠαπαδιαμ. Πασχαλ. διηγ. 73-Λεξ. Αἰν. ἀργουστό᾿στους Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ. κ.ἀ.) Θηλ. ἀργοστολίστρα. Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργοστολίζομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀργοστολίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ βραδέως στολιζόμενος, ὁ βραδύνων εἰς τὸν καλλωπισμόν του Ἤπ. Μακεδ. (Βλάστ.)-Λεξ. Αἰν. 2) Ὁ βραδὺς περὶ τὰς κινήσεις καὶ τὰς πράξεις ἐν γένει, βραδυκίνητος Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.)-ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. «Ἤλπιζεν ἐν τούτοις ἀκόμη ὅτι ὁ μπάρμπα Κωνσταντὸς θὰ ἤρχετο, ἀργοστόλιστος ἦτο πάντοτε, τὸν ἤξερεν» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀργοκίνητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA