ἀναμάρτητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμάρτητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναμάρτητος ἐπίθ. λογ κοιν. ἀναμάρτετος Ποντ. (Χαλδ.) ἀνημάρτετος Πόντ.(Κερασ. Τραπ Χαλδ.) ἀνημάρτωτος Ποντ (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναμάρτητος. Τὸ ἀνημάρτετος κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἥμαρτα ἄορ. τοῦ ρ. ἁμαρτάνω, τὸ δὲ ἀνημάρτωτος διὰ τὸ ἁμαρτωλός.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποπεσὼν εἰς ἁμάρτημα, ὁ ἠθικῶς ἄμεμπτος, ἀθῷος ἕνθ’ ἀν. : ᾿Επέθανεν ἕναν ἀνημάρτωτον παιδόπον (παιδάκι) Τραπ. Νὰ σὰν τὴν ήν ἀχτε, ἀνημάρτετον ἐπῆγεν! (χαρὰ ᾽ς τὴν ψυχή του, ἀναμάρτητο πῆγε! Ἐπὶ ἀποθανόντος νηπίου) Κερασ. ǁ Φρ. Οὐδεὶς ἀναμάρτητος (ἐνν. Μόνον ὁ Θεός. ᾿Εκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης) κοιν. Ἀνημάρτετος εἶς Θεὸς ἕν’ Χαλδ. Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω (λέγεται εἰς περίπτωσιν καθ’ ἢν θέλει τις νὰ ὑποστηρίξῃ ἢ νὰ ἐλαφρύνῃ τὴν θέσιν τοῦ κατηγορουμένου δι᾿ οἱονδήποτε παράπτωμα. Ἡ φρ. ἐκ τοῦ εὐαγγελίου Ἰωάννου 8,8) κοιν. ǁ ᾊσμ. Πουλλί μ᾽ ἀγαπημένο τσαὶ ἀναμάρτητο, ποῦ μ’ ἔβαλες ’ς τὰ πάθη ποῦ ’μουν ἀμάθητο (πρὸς κόρην ἀγαπωμένην) Κύθν. Συνών. ἀκριμάτιστος. Πβ. ἀγαθός, ἀθῷος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/