βουνολάγκαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνολάγκαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουνολάγκαδο τό, ἀμάρτ. βουνολάgαδο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βουνοάγκαδο Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καὶ λαγκάδι.

Σημασιολογία

1) Λαγκάδι βουνοῦ Νάξ. 2) Πληθ. βουνολάgαδα, βουνὰ καὶ λαγκάδια μαζὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τὴ νύχτα 'κοῦσα κ’ ἐτρίζα dὰ βουνολάgαδα κ’ ἦτον ὁ dράκως κ’ ἐπάαινε (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/