ἄφτυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφτυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφτυστος ἐπίθ. σύνηθ. ἄφτυτος Χίος.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄπτυστος.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔπτυσέ τις: Φρ. Φτυσμένο ἢ ἄφτυστο (ἐπὶ τῶν παιδιῶν, ὅταν πρόκειται νὰ ἀποκτηθῇ εὐνοϊκωτέρα τις θέσις, λαμβάνει εἷς τῶν παιζόντων μικρὸν ὄστρακον ἢ λίθον καὶ πτύει εἰς τὴν ἑτέραν πλευράν, ἔπειτα ἐρωτᾷ φτυσμένο ἢ ἄφτυστο καὶ τὸν ρίπτει πρὸς τὰ ἄνω περιστροφικῶς, κερδίζει δὲ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τὴν ὄψιν, τὴν ὁποίαν θὰ ἐμφανίσῃ τὸ ὄστρακον ἢ ὁ λίθος πεσὼν εἰς τὴν γῆν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA