βουνόπλαγο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνόπλαγο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουνόπλαγο τό, Ἤπ. κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 371 Δημητρ. βουνοπλάγι Λεξ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βουνόπλαγον, ὃ παρὰ τὸ βουνὸ καὶ πλάγι. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ στ. 2804 (ἔκδ. JSchmith)

Σημασιολογία

«ὁκάτι ἕνα βουνόπλαγον, τραχώνι γὰρ καὶ σπήλαιον». Βουνοπλαγιˬὰ, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/