ἀναματήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναματήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναματήρι τό, ναματήρι ἀγν. τόπ. ἀναματήρι Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ. ἀ. ἀναματέρι Πελοπν. (Λακων.) ἀναματήρ᾿ Μακεδ. (Βελβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνᾶμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τήρι ἀντὶ ἀναματτήρι.

Σημασιολογία

1) Δοχεῖον τοῦ ἀνάματος ἔνθ’ ἀν. Συνών. *ἀναματερί, ἀναματερό. 2) Πληθ., τὰ εἰς τὴν τέλεσιν τῆς λειτουργίας χρήσιμα ἀντικείμενα, ὡς οἶνος, ἄρτος, ὕδωρ, λιβανωτὸς κττ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/