γενετὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενετὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γενετὴ ἡ, λόγ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γενεθὴ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γενηθὴ Πόντ. (Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γενετή. Ὁ τύπ. γενεθὴ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἐγεννέθα παθ. ἀορ. τοῦ ρ. γεννῶ. Βλ. Ἀ.Παπαδόπ., Λεξικογρ. Δελτ. 7 (1955), 40.
Σημασιολογία
Ὁ χρόνος τῆς γεννήσεως, ἡ γέννησις λόγ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Ἀπὸ γενεθῆς (ἐκ γεννήσεως), οἷον: Ἀπὸ γενεθῆς ἀέτσ’ ἔτουν (ἐκ γεννήσεως τοιοῦτον ἦτο) Σταυρ. Ἀπὸ γενεθῆς τυφλὸς ἔν’ Τραπ. Ἡ φρ. ἐκ γενετῆς ἤδη εἰς τὸν Ὅμ. Ω 535 «ὣς μὲν καὶ Πηλῆι θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα | ἐκ γενετῆς» πβ. Κ.Δ (Ἰωάνν. 9, 1) «παράγων (ὁ Ἰησοῦς) εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς». Συνών. φρ.: Ἀπὸ γεννήσεως, ἀπὸ γεννησιμιˬοῦ, ἀπὸ γεννησιˬοῦ, ἀπὸ τὰ γεννητᾶτα, ἀπὸ γεννητικοῦ, ἀπὸ γεννητῶντας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA