βουνούσις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνούσις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουνούσις ὁ, Χίος (Καλαμ.)-Λεξ. Βλαστ. 434.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καὶ τῆς καταλ -ούσις, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 111 καὶ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 11-12.
Σημασιολογία
Μέγας κοχλίας. Συνών. βουνήσιος Β 1, βουνίτης 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA