ἀργουδέλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργουδέλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργουδέλλα ἡ, ἀμάρτ. ἀργουβέλλα Θήρ. ἀργούδελλο τό, Κίμωλ. Μῆλ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Φιλότ.) Σίφν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀργούδι<ἀργὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έλλα -έλλο ἢ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργὸς καὶ τοῦ οὐσ. κουδέλλα ἀντὶ ἀργοκουδέλλα καθ’ ἁπλολογίαν.

Σημασιολογία

1) Πρόβατον στεῖρον Θήρ. Συνών. ἀργοπρόβατο. 2) Πρόβατον ἢ γίδι στεῖρον καὶ ἑπομένως μὴ παράγον γάλα Κίμωλ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Σίφν. κ.ἀ.: Χώριˬα τὰ λαάριˬα τ᾽ ἀργούδελλα (λαάριˬα=γαλάρια) Ἀπύρανθ. Ἀντίθ. γαλάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/