γενιˬακὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενιˬακὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γενιˬακὸ τό, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γενιˬακός, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. γενιˬὰ καὶ τῆς παραγωγ. κατάλ. -ιˬακός.

Σημασιολογία

1) Γενιˬὰ 1, ὃ ἰδ.: ᾌσμ. Βρὲ νιˬέ, ’πὸ ποῦ ’ν’ ἡ χώρα σου, | ’πὸ ποῦ τὸ γενιˬακό σου; Μάν. Ἀφάμισες τοῦ πάππου μου | καὶ ὅλο μου τὸ γενιˬακὸ (ἀφάμισες=ἐδυσφήμησες· ἐκ μοιρολ.) Κίτ. 2) Γενιˬὰ 4, ὃ ἰδ.: Ἦρθε μὲ τὸ γενιˬακό του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/