ἀφύλαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφύλαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφύλαχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀφύλαχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀφύλαγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀφύλαγους βόρ. ἰδιώμ. ἀφύαε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀφύλακτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐπιτηρούμενος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Τσακων.: ’Αφύλαγο ἀμπέλι - σπίτι - χωράφι κττ. σύνηθ. || Παροιμ. Ἀφύλαχτου βιˬὸ τοὺ τρώει οὑ λύκους (ἐπὶ διαρπαγῆς παρημελημένης περιουσίας) Μακεδ. 2) Ὁ μὴ προφυλαττόμενος Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/