ἀναμέριˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμέριˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναμέριˬαστος ἐπίθ. Δεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπίθ. *ἀναμεριαστὸς<ἀναμεριˬάζω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ’Ιδ. α- στερητ 2 α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διευθετημένος, ὁ μὴ τακτοποιημένος : Ἔχω ἀναμέριˬαστα ἀκόμα τὰ ἔπιπλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA